Ο επιτυχημένος δικηγόρος Χανκ Πάλμερ έχει απομακρυνθεί από την οικογένειά του και ζει στη Νέα Υόρκη. Ο απρόβλεπτος χαμός της μητέρας του τον αναγκάζει να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι στην Ιντιάνα και στην οικογένειά του: το μεγάλο του αδελφό τον οποίο άθελά του είχε τραυματίσει, το μικρό του αδελφό που έχει προβλήματα στην κοινωνικοποίησή του, αλλά και τον εφηβικό του έρωτα, τη Σαμ. Η επιστροφή του τελικά δεν είναι και τόσο προσωρινή, αφού ο πατέρας του, ο σκληρός δικαστής της πόλης, κατηγορείται για φόνο, και ο Χανκ καλείται να τον υπερασπιστεί. Ο δικαστής στηρίζεται πάνω του, χωρίς άλλοθι ή ανάμνηση του τι ακριβώς συνέβη. Στην προσπάθειά τους να ανακαλύψουν την αλήθεια, αναγκάζονται να συνεργαστούν και ο στόχος τους πλέον δεν περιορίζεται στην αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά και στη σχέση τους, τη συγχώρεση, τη λύτρωση.

Το λάθος με τον «Δικαστή» είναι θεμελιώδες. Και ξεκινάει και τελειώνει από τον άνθρωπο που το σκηνοθετεί.

Μάθαμε για τα καλά μέσα στα χρόνια να μην κρίνουμε κανέναν σκηνοθέτη από τη φιλμογραφία του, αλλά ο Ντέιβιντ Ντόμπκιν των «Shanghai Knights», «Wedding Crashers» και «The Change-Up» έρχεται να επιβεβαιώσει με τον καλύτερο τρόπο το «δείξε μου τις ταινίες που έχεις κάνει για να σου πω τι έχει πάει στραβά με το πιο φιλόδοξό σου σχέδιο».

Μέτριος (προς το κακό) σκηνοθέτης που ακόμη και στις genre κωμωδίες του δεν υπήρξε ποτέ αρκετά... αστείος, ο Ντόμπκιν χρεώνεται εδώ εκτός από τη σκηνοθεσία και τη σύλληψη της ιστορίας μιας ταινίας που θα ήθελε να είναι μια κλασική αμερικάνικη εποποιία που με όχημα μια οικογένεια σε σημείο μηδέν θα σχεδίαζε από την αρχή το χάρτη της λάθος διαδρομής του αμερικανικού ονείρου, την αλήθεια που όσο κι αν πονάει βρίσκεται στο παιδικό σου δωμάτιο στο σπίτι των γονιών σου και την επιστροφή στη καθαρότητα της ανθρώπινης συνείδησης που έχει ισοπεδωθεί από το σύγχρονο κυνήγι μιας πλαστής υλικής ευτυχίας.

Κάτι ανάμεσα σε κομεντί, μια – βέβηλη - αναφορά στον Φρανκ Κάπρα και ένα μελόδραμα που θα ήθελε ας πούμε να είναι ένα καινούριο – ας μας συγχωρέσει και ο Ρόμπερτ Μάλιγκαν και ο Βινσέντε Μινέλι - «Το Kill a Mockinbird» ή ένα «Home from the Hill», ο «Δικαστής» είναι μια πλήρως αποτυχημένη ταινία σε σχέση με τις φιλοδοξίες της και ένα απλωμένο στις διαστάσεις μιας μίνι-σειράς έπος χωρίς σκηνοθετική σφραγίδα, ψυχή ή συγκεκριμένο στόχο.

Ο Ντόμπκιν ενώνει στη σειρά, ανίκανος να επεξεργαστεί ή να συνθέσει σε ένα αρμονικό σύνολο, όλες τις σκηνές ενός αδούλευτου και «αφήστε με να τα πω όλα» σεναρίου που περιλαμβάνει τα πάντα: κωμωδία, ρομαντική κομεντί, θρίλερ, αστυνομικό, δικαστικό δράμα, μελόδραμα και σαπουνόπερα - χωρίς τελικά να είναι τίποτα απ’ όλα αυτά. Και ξεκινάει να αφηγηθεί την διάρκειας 140 και βάλε λεπτών ιστορία του, αγνοώντας πως ήδη από τα πρώτα 30 λεπτά έχεις λιγώσει από τα κλισέ και αναρωτιέσαι αν αυτό που βλέπεις είναι αυτό που νομίζεις ότι βλέπεις ή κάτι άλλο που δεν έχεις δει ακόμη και θα αποκαλυφθεί στη συνέχεια...

Μέσα σε αυτήν τη συγκεχυμένη ατμόσφαιρα κινηματογραφικής αβεβαιότητας που οδηγεί μαθηματικά στην ανία, δεν σώζονται ακριβώς, αλλά τουλάχιστον ξεχωρίζουν αισθητά οι ερμηνείες με πρώτη και κυρίαρχη αυτή του Ρόμπερτ Ντιβάλ που χωρίς σκηνοθετική καθοδήγηση ξέρει ακριβώς πότε να επιβληθεί, να συγκινήσει και να υπενθυμίσει ποια ακριβώς θα έπρεπε να είναι η συναισθηματική διαδρομή μιας ταινίας που λοξοδρομεί συνεχώς προς λάθος κατεύθυνση.

Αλλωστε παίζει σχεδόν μόνος του, αφού αφήνοντας κατά μέρος τους δεύτερους και αναξιοποιήτους ρόλους του Βίνσεντ Ντ’Ονόφριο, του Τζέρεμι Στρονγκ, της Βέρα Φαρμίγκα και του Μπίλι Μπομπ Θόρντον, ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζιούνορ δεν στέκεται ακριβώς στο ύψος των περιστάσεων.

Δυστυχώς που το λέμε – κολλημένος στην εγωκεντρική γοητεία του Τόνι Σταρκ, ο Ντάουνι Τζιούνορ μεταφέρει και εδώ την χαρισματική του ικανότητα να ελίσσεται από την κωμωδία στο δράμα, αλλά όχι με την ίδια επιτυχία, χάνοντας κι αυτός όπως και το ίδιο το φιλμ όλες τις ευκαιρίες να δώσει μια πραγματικά αξιομνημόνευτη ερμηνεία σε ένα ρόλο απαιτήσεων που θα επιβεβαίωνε την επιλογή ενός πρότζεκτ που θα τον έβγαζε έστω και παροδικά από το σύμπαν της Marvel.

Στις δύο και μοναδικές σκηνές που μπορείς να ξεχωρίσεις από ολόκληρο το φιλμ - αυτή με τον ανεμοστρόβιλο και εκείνη τη «σκληρή» στο μπάνιο μεταξύ του Ντάουνι Τζιούνορ και του Ντιβάλ – σαν άπο άλλη ταινία και οι δύο, καταλαβαίνεις ακριβώς τι θα μπορούσε να έιναι ο «Δικαστής» για το σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά. Και αμέσως μετά μπορείς να τον ξεχάσεις χωρίς καμία ενοχή.

Διαβάστε ακόμη: