Σε μια εποχή που οι συναλλαγές στις διεθνείς αγορές βασίζονται στην ιλιγγιώδη μετάδοση της πληροφορίας, ακόμα και ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου μπορεί να κάνει μια διαφορά που αξίζει εκατομμύρια. Σε αυτό ακριβώς επενδύουν ο Βίνσεντ και ο Αντον, δύο ξαδέλφια, χαρισματικοί techies εταιρείας που ειδικεύεται στις συναλλαγές υψηλής συχνότητας της Wall Street, οι οποίοι αποφασίζουν να πουλήσουν σε αντίπαλη εταιρεία την παράτολμη ιδέα τους να χτίσουν μία οπτική ίνα που θα διασχίζει σε ευθεία γραμμή την Αμερική από το Κάνσας μέχρι το Νιου Τζέρσι, χαρίζοντάς τους ένα απειροελάχιστο αλλά ανεκτίμητο χρονικό προβάδισμα. Μόνο που στην εξωφρενική και πολυέξοδη αυτή αποστολή δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μονάχα τα αναρίθμητα εμπόδια και την πρώην εργοδότριά τους, αλλά και τις προσωπικές τους αδυναμίες.

Παντρεύοντας τη φρενίτιδα απληστίας του «Λύκου της Wall Street» με τη μεγαλομανή οδύσσεια ενός «Φιτζκαράλντο», ο Κιμ Νγκουγιέν («War Witch», «Two Lovers and a Bear») επιχειρεί να ρίξει φως σε μια από τις αόρατες πτυχές της παγκοσμιοποίησης, στην ανυπολόγιστη και συνάμα απατηλή αξία της πληροφορίας και της προηγμένης ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά και στην ίδια τη ματαιότητα που μπορεί να κρύβει το αέναο κυνήγι της επιτυχίας. Γι’ αυτό και ως οδηγούς μας διαλέγει δύο «ασήμαντους» πρωταγωνιστές, που –όπως προτιμούν να αποκαλούν οι ίδιοι τους εαυτούς τους– επιλέγουν να παίξουν το ρόλο του Δαυίδ που τα βάζει με τον Γολιάθ των πανίσχυρων εταιρειών.

Η ταινία καταγράφει την πορεία τους σχεδόν κωμικοτραγικά, άλλοτε με σασπένς και γνήσιο ενδιαφέρον και άλλοτε ανιαρά (μια ενδεχομένως ηθελημένη κίνηση, καθώς το είδος των γνώσεων και των πληροφοριών που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι ήρωες φαντάζει μάλλον ακατάληπτο για τους περισσότερους από εμάς), ενώ παλεύουν με αδίστακτους μεγαλοκαρχαρίες, δυσαρεστημένους εργάτες, δύσπιστους χρηματοδότες ή και με το ίδιο το φυσικό τοπίο, θυσιάζοντας τα πάντα για να έρθουν εν τέλει αντιμέτωποι με τους δικούς τους δαίμονες.

Κι εκεί όπου η ταινία θα έπρεπε να κερδίσει τον θεατή, όταν η επαγγελματική φιλοδοξία συναντά την προσωπική εμμονή και το τίμημά της, το σενάριο του Νγκουγιέν χάνει το παιχνίδι, αδυνατώντας να μας πείσει πραγματικά για το πάθος και τα κίνητρα που οδηγούν τους δύο ήρωες σε αυτό το σχεδόν χιμαιρικό κυνήγι, ή για το νόημα που έχει η υποτιθέμενη επανάστασή τους, προσπερνώντας βιαστικά καθοριστικές στιγμές τους κι ενίοτε καταφεύγοντας στον διδακτισμό.

Οι Τζέσι Αϊζενμπεργκ και Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ έχουν αρκετό ταλέντο και χημεία μεταξύ τους για να κρατήσουν το ενδιαφέρον ζωντανό, όμως παρά τις καλές προθέσεις και τη συναρπαστική αρχική ιδέα του, ο Νγκουγιέν χάνει την ευκαιρία για να αρθρώσει κάτι περισσότερο από ένα απλοϊκό σχόλιο για τον «κακό» καπιταλισμό και για τις πραγματικές αξίες της ζωής.