Εχοντας γίνει διαβόητος για μια σειρά exploitation ταινιών τρόμου («Cabin Fever», «Hostel», «The Green Inferno») που ώθησαν στα άκρα την έννοια του gore (και ενίοτε του καλού γούστου) και συνέβαλαν στη διαμόρφωση του αμφιλεγόμενου ρεύματος του torture porn, ο Ελάι Ροθ δεν αποτελεί ακριβώς την αυτονόητη επιλογή σκηνοθέτη για μια νεανική ταινία φαντασίας. Αυτό ακριβώς, όμως, είναι που καλείται απροσδόκητα να κάνει στο «Σπίτι με το Ρολόι στον Τοίχο». Κι αν κατορθώνει να μετριάσει με επιτυχία τις συνήθεις αιμοσταγείς του ορέξεις, καταφέρνει παράλληλα να αποστραγγίσει μια ιστορία γεμάτη μάγους και ξόρκια από κάθε ίχνος πραγματικής κινηματογραφικής μαγείας.

Και είναι πραγματικά κρίμα, γιατί -επί της ουσίας- το «Σπίτι με το Ρολόι στον Τοίχο» είναι μια ιστορία μεταφυσικού τρόμου για παιδιά. Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Τζον Μπέλερς, το φιλμ ξεκινά με το τόσο οικείο στο σύγχρονο σινεμά (από τον Χάρι Πότερ μέχρι το «A Monster Calls») εύρημα ενός ορφανού αγοριού που έρχεται αντιμέτωπο με το άγνωστο και βρίσκει διέξοδο από το πένθος και τη θλίψη μέσα από την επαφή του με έναν συναρπαστικό όσο και ριψοκίνδυνο εναλλακτικό κόσμο φαντασίας και μαγείας.

Εχοντας χάσει τους γονείς του σε ένα ατύχημα, ο Λούις μετακομίζει στο Μίσιγκαν για να ζήσει στο σπίτι του θείου του, Τζόναθαν. Εκεί θα ανακαλύψει σταδιακά ότι το σπίτι μοιάζει να έχει δική του ζωή, ενώ τόσο ο εκκεντρικός θείος του όσο και η καλύτερή του φίλη και γειτόνισσα, Φλόρενς, είναι μάγοι. Μόνο που το σπίτι κρύβει ένα μεγάλο μυστικό, κληροδότημα του προηγούμενου, πανίσχυρου αλλά σατανικού ιδιοκτήτη, αφού κάπου μέσα στους τοίχους του βρίσκεται ένα μυστηριώδες ρολόι που έχει τη δύναμη να αντιστρέψει τον χρόνο και να καταστρέψει τον κόσμο. Καθώς ο μικρός ανακαλύπτει δειλά τις δικές του μαγικές ικανότητες, οι χτύποι του ρολογιού αντηχούν ολοένα και πιο δυσοίωνα τη μοιραία αντίστροφη μέτρηση.

Το «Σπίτι» είναι γυρισμένο για λογαριασμό της Amblin, της θρυλικής εταιρείας του Στίβεν Σπίλμπεργκ που μας χάρισε μερικές από τις πιο διαχρονικές νεανικές ταινίες φαντασίας των ‘80s, όπως ο «Ε.Τ.», τα «Goonies», το «Επιστροφή στο Μέλλον», αλλά και τα «Gremlins» – και ο νοσταλγικός αυτός συνδυασμός φόβου, αθωότητας, μυστηρίου και φαντασμαγορίας αποτελεί αναμφίβολα εδώ το ζητούμενο για τον Ροθ και τους δημιουργούς της ταινίας. Το ίδιο το σπίτι, ένας χαρακτήρας από μόνος του, ζωντανεύει –κυριολεκτικά και μεταφορικά– με έναν παιχνιδιάρικα μπαρόκ τρόπο και το (όχι πάντοτε πετυχημένο) χιούμορ εξισορροπεί τις πιο τρομακτικές σκηνές, όπως εκείνη μιας ορδής από ανατριχιαστικές κουρδιστές κούκλες.

Ομως παρά το ευπρόσδεκτα παλιομοδίτικο σκηνικό, η ιστορία μοιάζει ανέμπνευστη και άνευρη, παρά τις προσπάθειες του (δυστυχώς επαναλαμβανόμενου) Τζακ Μπλακ και της Κέιτ Μπλάνσετ να δώσουν μια δόση ζωντάνιας στα τεκταινόμενα, που παραπέμπουν περισσότερο σε πίστες βιντεοπαιχνιδιού ή στα δωμάτια ενός θεματικού πάρκου με φόντο ένα ρετρό στοιχειωμένο σπίτι. Αγγίζοντας επιδερμικά κι ολότελα ανώδυνα το αίσθημα της απώλειας που βαραίνει τους περισσότερους από τους χαρακτήρες της, η ταινία αποτυγχάνει να αναδείξει το συναισθηματικό βάρος που έκανε αξέχαστες τις καλύτερες από τις παραγωγές της Amblin, και που τόσο η υποτυπώδης, απλοϊκή πλοκή όσο και η ερμηνεία του νεαρού Οουεν Βακάρο αδυνατούν να εκφράσουν.

Ως έχει, το «Σπίτι με το Ρολόι στον Τοίχο» μοιάζει με φτωχό, ανήλικο συγγενή των ταινιών Χάρι Πότερ, ή ακόμα και των άνισων, πρόσφατων προσπαθειών του Τιμ Μπάρτον στο οικογενειακό πεδίο της Disney, παραμένοντας μια αξιοπρεπής περίπτωση οικογενειακής ταινίας που φτάνει στην οθόνη με πλούσια εικονογράφηση αλλά χωρίς ψυχή.