Στo κτήμα τoυ στη Νέα Υόρκη, έvας ηλικιωμένος επικεφαλής της Μαφίας, o Βίτo Κoρλεόvε, γιoρτάζει τoυς γάμoυς της κόρης τoυ, Κόvι, με τov vεαρό Κάρλo Ρίτσι. Στo χαρμόσυvo γεγovός παρευρίσκovται και oι γιoι τoυ Κoρλεόvε, Μάικλ, Σόvι και Φρέvτo, καθώς και o voμικός τoυ σύμβoυλoς, Τoμ Χάγκεv. Ο Μάικλ έχει μόλις επιστρέψει από τov πόλεμo σαv ήρωας και o πατέρας τoυ ελπίζει πως θα τov δει vα διαπρέπει μακριά από τηv παραvoμία. Ο Σόvι, μεγαλύτερoς από τov Μάικλ και πoλύ πιo βίαιoς από εκείvov, είvαι δεξί χέρι τoυ πατέρα τoυ και πρόκειται vα γίvει o επόμεvoς «Νovός» όταv o Ντov Βίτo πεθάvει. Μετά τη γαμήλια δεξίωση, oι Κoρλεόvε έχoυv μια συvάvτηση με τoυς Τατάλια, μια εξίσου ισχυρή, αλλά αντίπαλη oικoγέvεια της Μαφίας. Οι Τατάλια πιέζoυv τov Ντov Βίτo vα τoυς υπoστηρίξει στηv πώληση vαρκωτικώv αλλά εκείvoς αρvείται vα εμπλακεί σε κάτι τέτoιo. Λίγo αργότερα, εξαιτίας της άρvησής τoυ, o Ντov Βίτo πέφτει θύμα επίθεσης δυo oπλoφόρωv αλλά κατoρθώvει vα επιζήσει. Οταv o Μάικλ μαθαίvει ότι η απόπειρα δoλoφovίας ήταv έργo τoυ Σoλότσo, εvός αvθρώπoυ τωv Τατάλια, καθώς και τoυ ΜακΚλάσκι, εvός διεφθαρμέvoυ αστυvoμικoύ πoυ θέλει vα επωφεληθεί από τo εμπόριo vαρκωτικώv, λέει στov υπασπιστή τoυ πατέρα τoυ, Κλεμέvτσα, ότι είvαι πρόθυμoς vα τoυς σκoτώσει και τoυς δύo εv ψυχρώ.

Ο «Νονός» δεν ήταν ποτέ μόνο μια ταινία (η καλύτερη που γυρίστηκε ποτέ) για τη Μαφία, ποτέ μόνο μια ταινία (σαιξπηρικών διαστάσεων) για την λατρεία της εξουσίας, ποτέ μόνο μια ταινία (σαν ένα ντοστογιεφσκικό έπος) για το έγκλημα και την τιμωρία.

Τελικά, ο «Νονός» ίσως δεν ήταν ποτέ και μόνο μια ταινία για το αμερικανικό όνειρο και το σκοτάδι που κρύβεται εγγενώς μέσα στη διαρκή (τότε, σήμερα και για πάντα) υπόσχεσή του, θρέφοντας ολόκληρες γενιές (φυσικά όχι μόνο) Αμερικάνων με περίσσευμα ψευδαισθήσεων.

Στην πρώτη σκηνή της ταινίας – μετά το «Πιστεύω στην Αμερική» που σαν την εναρκτήρια πρόταση μιας προσευχής θα απλωθεί σαν ειρωνικό μαύρο σύννεφο πάνω από κάθε σημαντικό ή ασήμαντο πλάνο που θα ακολουθήσει - ένας γάμος αντηχεί χαρούμενα γέλια και σισιλιάνικες ταραντέλες στην ηλιόλουστη έπαυλη των Κορλεόνε στη Νέα Υόρκη. Μόνο που η κάμερα βρίσκεται κλεισμένη μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, εκεί όπου ο παντοδύναμος πατέρας της φαμίλιας και Νονός Ντον Κορλεόνε, μαζί με τους έμπιστους βοηθούς του στο έγκλημα, εκπληρώνει βρώμικες χάρες στους «βαφτιστικούς» του.

Τρεις ώρες μετά – και ενώ καμία προσευχή δεν θα ήταν ποτέ ικανή να σταματήσει τις τραγωδίες που γράφονται στο χάρτη μιας χαμένης από χέρι Αμερικής - η ίδια κάμερα βρίσκεται μέσα σε μια εκκλησία παρακολουθώντας τη βάφτιση ενός παιδιού, καθώς σε στρατηγικά σημεία σε όλη το σημαδεμένο χάρτη της χώρας ένα βίαιο αιματοκύλισμα κάνει το διάδοχο του πρώτου, νέο Νονό, απόλυτο κυρίαρχο ενός ακόμη πιο επικίνδυνου και θανατηφόρου παιχνιδιού.

Σε ένα κύκλο ζωής που δεν διακόπτεται παρά μόνο από συζητήσεις κεκλεισμένων των θυρών, πυροβολισμούς εξ επαφής και ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης που μοιάζει να σαρώνει κάθε ίχνος ανθρωπιάς, ο «Νονός» είναι πριν απ’ όλα μια ταινία για την πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από τη φαινομενική ευημερία, για όλα αυτά που οι άνθρωποι συνομολογούν πως δεν συμβαίνουν απλά και μόνο επειδή δεν τα συζητούν, για την αλαζονία που κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν πως μπορούν να ελεγχουν τη μοίρα τους, να αποδίδουν δικαιοσύνη, να παίζουν το ρόλο του Θεού με διαρκή άφεση αμαρτιών τη δικαιολογία ότι «κάνουν το σωστό».

Οι πιο σοκαριστικές στιγμές του «Νονού» είναι αυτές όπου η επιφάνεια των πραγμάτων αποκαλύπτει τη βία που κρύβεται κάτω από τα στρώματα της διαπλοκής, της υποκρισίας και της «έντιμης» οικογενειακής επιχείρησης. Οι σκηνές στις οποίες ο Φράνσις Φορντ Κόπολα σκηνοθετεί την πραγματικότητα και τη σκοτεινή αντανάκλασή της σχεδόν μέσα στο ίδιο πλάνο: ένα παιδί που παίζει στο δρόμο ενώ δίπλα του δύο άντρες παλεύουν σακατεύοντας ο ένας τον άλλον, ένα τυπικό οικογενειακό τραπέζι που λες και ανά πάσα στιγμή θα μετατραπεί σε ένα ναρκοπέδιο στρωμένο με διαμελισμένα κορμιά, μια ξέγνοιαστη βόλτα μετά το σινεμά που θα καταλήξει σε μια ζοφερή νύχτα ανθρωποκυνηγητού, ένα κρεβάτι που κάτω από τα σατέν σεντόνια του κρύβει το κομμένο ματωμένο κεφάλι ενός αλόγου – για να αναφερθεί κανείς σε μια από τις πιο κλασικές και σε κάθε θέαση το ίδιο και περισσότερο ανατριχιαστικές στιγμές της ιστορίας του σινεμά.

Με μια πρωτοφανή για την εποχή του αλλά ακόμη και σήμερα μείξη ακαδημαϊκής κινηματογράφησης και άναρχης αφήγησης, ακριβώς εκεί που το αμερικανικό σινεμά της δεκαετίας του ’70 ένιωθε ικανό να αφηγηθεί ξανά την ιστορία του κόσμου με ένα δικό του μοντέρνο, επαναστατικό τρόπο, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα δεν ακυρώνει μόνο το χρόνο σε μια σειρά από αυθαίρετα time lapses και δεν επενδύει μόνο πάνω σε αυτοσχέδιες σεναριακές αυθαιρεσίες, αλλά μεγαλουργεί σε κάθε μία από τις βινιέτες του «Νονού» κινηματογραφώντας επαναλαμβανόμενα μια σειρά από αντιφάσεις.

Η σημαντικότερη αντίφαση είναι φυσικά η ταύτιση του θεατή με τις ζωές ανθρώπων που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα απέρριπτε χωρίς δεύτερη σκέψη ως εγκληματίες, καθώς η ώρα περνάει και γνωρίζεις όχι μόνο το μικρόκοσμό των Κορλεόνε αλλά και τους κανόνες που τους κάνουν να μοιάζουν ανατριχιαστικά με τον καθένα από εμάς. Ο Κόπολα θα αποκαλύψει διεξοδικά τις δραστηριότητες της οικογενειακής επιχείρησης αλλά και τις διεργασίες που επικρατούν στους κόλπους του οργανωμένου εγκλήματος, δεν θα κρατήσει τη βία εκτός πλάνου (αν και δεν θα δείξει ποτέ κανένα αθώο θύμα ανάμεσα σε όσους θα χάσουν τη ζωή τους), αλλά τελικά θα αφηγηθεί την ιστορία μιας χούφτας ανθρώπων που πληρώνουν το τίμημα της δικής τους αλαζονίας, θύτες και θύματα μιας παράδοσης από την οποία είναι αδύνατον να ξεφύγουν, ένα αιώνιο «αμαρτίες γονέων παιδέυουσιν τέκνα» και μαζί το χώμα στο οποίο θα βρίσκει πάντα τρόπο να φυτρώνει η ρίζα του κακού.

Ολόκληρος ο «Νονός» μοιάζει να ισορροπεί στη λεπτή γραμμή που χωρίζει το σινεμά βεριτέ από την στην κάθε λεπτομέρεια χορογραφημένη δράση, την επική ατμόσφαιρα από αυτό που δεν είναι τελικά παρά η μικρή ιστορία μιας οικογένειας, την πλήρη «απουσία» των γυναικών από το γεγονός πως είναι αυτές που τελικά καθορίζουν τις σημαντικότερες στιγμές της διαδρομής των ανδρών που έχουν στο πλευρό τους, τις νατουραλιστικές ερμηνείες που αγγίζουν χωρίς να το κραυγάζουν κάτι το μεγαλειωδώς σαιξπηρικό από την λογοτεχνική τους καταγωγή, τους μεγαλύτερους κι από τη ζωή ήρωες από την σπαρακτική τους προσγείωση στη μοίρα των θνητών.

Ενώνοντας τα άκρα κάθε μικρής ή μεγάλης αντίφασης, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα δεν κάνει τίποτα περισσότερο ή λίγότερο από το να συνθέτει μια όπερα για την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης. Σκοπός του δεν είναι να ξεσκεπάσει το σκοτάδι που κρύβει έτσι κι αλλιώς ο κάθε άνθρωπος, ούτε να αγιοποιήσει τον αναμφισβήτητα γοητευτικό και άκρως κινηματογραφικό κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά μάλλον να μιλήσει για έναν καταραμένο κύκλο διαδοχής που δεν θα σταματήσει ποτέ.

Δεν ειναι μόνο ότι συναντάμε τους Κορλεόνε πάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή για τους ίδιους και το μέλλον της οικογενειακής τους επιχείρησης. Είναι ότι βρισκόμαστε ακριβώς μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την Αμερική και τον κόσμο να μην αντέχει άλλη βία και τους ήρωες – σαν τον Μάικλ – να επιστρέφουν έχοντας ενηλικιωθεί βίαια, απότομα. Η διαδοχή δεν είναι μόνο αναπόφευκτη, αλλά φέρει μέσα της και κάτι από τον κυνισμό της νέας εποχής. Περιχαρακωμένος από το δικό του κώδικα ηθικής, ο Βίτο Κορλεόνε θα λυγίσει και κλάψει μπροστά στο νεκρό γιο του Σόνι και για παραπάνω από μια στιγμή θα σκεφτεί να δώσει τέλος σε όλο αυτόν τον κύκλο του αίματος. Ο πιο φιλήσυχος γιος του, Μάικλ - αυτός που ίσως θα ήταν και ο μόνος που θα γλίτωνε από την οικογένειακή επιχείρηση - έρχεται, όμως αποφασισμένος να ανοίξει αυτόν τον κύκλο ακόμη περισσότερο, έτοιμος να ξεκινήσει ένα μεγαλύτερο πόλεμο από αυτόν που γνώρισε στα χαρακώματα και να σταθεί στο κέντρο πιο ισχυρός και από τον πατέρα του, πιο αδίστακτος απέναντι σε όποιον θα τολμήσει να αγγίξει την οικογένειά του, πιο Νονός απ’ όλους τους Νονούς που προηγήθηκαν, κομμάτι μιας αλυσίδας που δεν θα σπάσει όσα θύματα κι αν καταμετρηθούν με μετανιωμένα δάκρυα στα μάτια.

Για κάθε ίχνος τραύματος που εξανθρωπίζει τον ξεπερασμένο από την εποχή του πατέρα Ντον Κορλεόνε, θα υπάρχει πάντα η αδίστακτη αποφασιστικότητα μιας νέας γενιάς που ξέρει πως ο κόσμος δεν σέβεται πια κώδικες ηθικής που δεν περιλαμβάνουν το πάτημα της σκανδάλης. Για κάθε σπαρακτική κίνηση του Μάρλον Μπράντο (εδώ στην επιτομή της «μεθόδου» με μια ερμηνεία βγαλμένη από τα σωθικά ενός άντρα που μοιάζει να είναι πιο πληγωμένος και από την ίδια την ανθρωπότητα), ο Αλ Πατσίνο αντιτείνει το πιο τρομακτικα παγωμένο βλέμμα που αντίκρισε ποτέ η κινηματογραφική κάμερα. Δύο Ντον Κορλεόνε που στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να ξεχωρίσεις, αφού σαν πλευρές του ίδιου νομίσματος θα εκπροσωπούν πάντα ως ανεξίτηλα σύμβολα, το ένα και μοναδικό πρόσωπο της πιο σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσης.

Για κάθε υπέροχη ερμηνεία καθενός ξεχωριστά από το αξιοζήλευτο καστ του «Νονού», για κάθε αριστουργηματικό φωτισμό του Γκόρντον Γουίλις, κάθε νοσταλγικά λυρική νότα του Νίνο Ρότα, κάθε μικρή ή μεγάλη γραμμή του διεξιοτεχνικά γραμμένου σεναρίου του Μάριο Πούτσο, θα υπάρχει πάντα το άγγιγμα ενός σκηνοθέτη που ορίζει αυτήν την ταινία σαν να ήξερε πως αν υπήρχε μια ιστορία που έπρεπε να ειπωθεί σε αυτόν τον κόσμο με αυτόν τον τρόπο και με όλο το ρίσκο που αυτό απαιτούσε στην εποχή της ήταν αυτή η κυκλική πτώση και άνοδος των Κορλεόνε στην κορυφή του οργανωμένου εγκλήματος.

Στην πιο εμβληματική στιγμή για τον ίδιο, το αμερικάνικο σινεμά και την ιστορία του κινηματογράφου, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα σκηνοθετεί γνωρίζοντας ότι αφηγείται κάτι εμβληματικό αλλά χωρίς την αλαζονία που σου γεννάει αυτή η γνώση. Μοναδικά του όπλα, το απέραντο ταλέντο του και η αγάπη του για ένα σινεμά που πέντε δεκαετίες μετά μοιάζει με ό,τι πιο επίκαιρο θα μπορούσε να πει κανείς για ένα κόσμο παραδομένο στην υποκρισία, τη διαπλοκή, το φόβο απέναντι στην αλήθεια, την αλαζονία της εξουσίας, την τυφλή πίστη στο όνειρο που από κάτω του κρύβει πάντα ένα εφιάλτη.