Διαβάζοντας κανείς το best seller βιβλίο του 2005 της Τζάνετ Γουόλς, «The Glass Castle», μια αυτοβιογραφία της συγγραφέως για την ζωή της μέσα σε μια, το καλύτερο που θα μπορούσε κάποιος να την χαρακτηρίσει, αντισυμβατική και, το χειρότερο, δυσλειτουργική και τοξική οικογένεια, καταλαβαίνει πως πίσω από την επιφάνεια κρύβεται μια δυνατή ιστορία ενηλικίωσης, επιβίωσης και, πάνω από όλα, μιας καθαρτικής συγχώρεσης.
Είναι ακριβώς αυτά τα θέματα που έκαναν το σκηνοθέτη της πολυβραβευμένης ανεξάρτητης ταινίας «Short Term 12», Ντέστιν Ντάνιελ Κρέτον, να νιώσει τόσο οικεία διαβάζοντας το βιβλίο της Γουόλς, που πίστεψε πως μια τέτοια ιστορία θα μπορούσε να μεταφερθεί με την ίδια πυγμή και δυναμισμό που την χαρακτηρίζει και κινηματογραφικά - σαν μια γροθία στο στομάχι.
Για πολλή ώρα μέσα στην ταινία του, η γροθιά αυτή δεν έρχεται ποτέ κι αυτό γιατί ο Κρέτον το παίζει εκ του ασφαλούς. Ενώ έχει στα χέρια του ένα δυνατό πραγματικά χαρτί, το καίει σχεδόν αμέσως μέσα σε ένα mainstream μελόδραμα που δεν ξεφεύγει από τις εύκολες λύσεις και τις ακόμη πιο εύκολες συγκινήσεις. Το σενάριο, το οποίο υπογράφει ο Κρέτον μαζί με τον Αντριου Λάναμ (υπεύθυνος για μια από τις πιο κακές μελό ταινίες των τελευταίων χρόνων, το «The Shack»), χάνεται σε έναν κυκεώνα από flashbacks που περισσότερο μοιάζουν σαν επεισόδια, ασύνδετα μεταξύ τους, μιας ιστορίας που πασχίζει να βρει τον όποιο ρυθμό της.
Η πλοκή επικεντρώνεται περισσότερο στην σχέση της Γουόλς με τον πατέρα της, χωρίς όμως να αναλώνεται αρκετά στην κακομεταχείριση και την βία την οποία έζησε η ίδια και τα αδέρφια της. Αλλά ακόμα κι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο Κρέτον παρουσιάζει την τραυματική εμπειρία των παιδιών με αρκετή χαριτωμενιά - παθήματα μιας μποέμικης και ανέμελης ζωής. Οι γονείς μεταμορφώνονται, εν ριπή οφθαλμού, από ανεύθυνα τέρατα σε απλούς εκκεντρικούς χαρακτήρες οι οποίοι το μόνο που ήθελαν ήταν το καλό των παιδιών τους, ασχέτως αν τα κακομεταχειρίζονταν... Σχεδόν τίποτα δεν δικαιολογεί το πόσο εύκολα έρχεται η συγχώρεση από τον χαρακτήρα της Γουόλς, μιας συγχώρεσης που ενώ θα έπρεπε να αποτελεί μια καθαρτική στιγμή για εκείνη, και το ίδιο το κρεσέντο της ταινίας, μοιάζει τόσο βεβιασμένη και εύκολη που κάνει όλο το οικοδόμημα (βιβλίο και ταινία) να φαίνεται ως κάτι το απλοϊκό, επιφανειακό και ωραιοποιημένο.
Ο Γούντι Χάρελσον και η Ναόμι Γουότς είναι υπέροχοι στους ρόλους των γονιών, αν και παραμένουν μονοδιάστατοι ως και το τέλος, κάνοντας το καλύτερο που μπορούν με το υλικό που έχουν στα χέρια τους. Αυτή, όμως, που ακόμη και μέσα σε μια τόσο «εύκολη» ταινία καταφέρνει να κλέψει την παράσταση δεν είναι η Μπρι Λάρσον (εδώ στον πρώτο της μεγάλο ρόλο μετά το Οσκαρ για το «The Room» στη δεύτερη συνεργασία της με τον Κρέτον μετά το «Short Term 12»), αλλά η Ελα Αντερσον που ερμηνεύει την Γουόλς σε νεαρή ηλικία. Αν και η ουσία της ιστορίας περιστρέφεται γύρω από τον ρόλο της Λάρσον, είναι η ερμηνεία της Αντερσον που με αφοπλιστική ωριμότητα και ειλικρίνεια κάνει μια ταινία που ειναι η ίδια ένα γυάλινο κάστρο να αντέχει στους κραδασμούς, χτισμένη καθως είναι με φτηνά υλικά, πάνω σε σαθρά θεμέλια.