Ο Μπομπ είναι ένας λιγομίλητος, ογκώδης άντρας: το μέγεθος και το στιλ του υπονομεύονται από την πρώτη στιγμή του φιλμ, όταν, βράδυ στη γειτονιά του στην αθέατη πλευρά της Νέας Υόρκης, σώζει από τα σκουπίδια ένα αβοήθητο κουτάβι. Το σκυλάκι ανήκει στην γκαρσόνα Νάντια κι αυτή η γνωριμία δε θα του βγει σε καλό. Ο Μπομπ δουλεύει μπαρ στο μαγαζί του ξαδέλφου του, του Μαρβ, ενός πρώην μικροαπατεώνα που έχει πάρει τον κατά δύναμη ίσιο δρόμο. Ο Μαρβ συνεργάζεται και τώρα, όπως πάντα, με την τοπική μαφία, μόνο που αυτή πια δεν είναι η ιταλική, αλλά η τσετσένικη. Το μπαρ του χρησιμοποιείται, όπως κι όλα της γειτονιάς, κυκλικά, για να συγκεντρώνει κάθε τόσο τα παράνομα χρήματα των στοιχημάτων και να τα αποδίδει στην κεφαλή της νέας «οικογένειας». Μια ληστεία στο μπαρ θα παγιδεύσει τον Μπομπ ανάμεσα στη δαγκάνα των Τσετσένων και της αστυνομίας, όσο ο παλιός εραστής της Νάντια τον καταδιώκει με ζήλο.

Χαρακτηριστικό νεο-νουάρ, βασισμένο στο διήγημα «Animal Rescue» του («Gone Baby Gone», «Mystic River», «Shutter Island») Ντένις Λεχέιν. Ο Μίκαελ Ρόσκαμ, ο Φλαμανδός σκηνοθέτης του «Bullhead», κάνει εδώ το αμερικανικό ντεμπούτο του, με δυναμισμό και αυτοπεποίθηση, που όμως δεν κρύβει το γεγονός ότι είναι ένας Ευρωπαίος που αγαπά και τιμά το αμερικανικό σινεμά του ’70, αλλά παγιδεύεται και στα αισθητικά κλισέ του, μ’ ένα προβλέψιμο σενάριο.

Η εκπληκτική, οργανική δύναμη του «Bullhead» βασιζόταν, εν μέρει, στο γεγονός ότι ο Ρόσκαμ εφάρμοζε τους κανόνες του νουάρ σ΄ένα απρόσμενο περιβάλλον, στα εκτροφεία ζώων και τους εγκληματίες ιδιοκτήτες τους στο πουθενά του Βελγίου. Στο «The Drop», όπου το πρότυπο εγκαθίσταται στον τόπο καταγωγής του, στις βρώμικες, ασθμαίνουσες γειτονιές της Νέας Υόρκης, ο Ρόσκαμ εξακολουθεί να παρουσιάζει την ικανότητά του, αλλά όχι και την έμπνευση ή την ιδιαιτερότητά του. Το σενάριο δε βοηθά, παραγεμισμένο με κλισέ και με ασπρόμαυρες διαιρέσεις του κακού και του… χειρότερου (γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο το καλό αγνοείται) και με μια αδικαιολόγητα «αμερικάνικη» κατάληξη.

Ωστόσο η ατμόσφαιρα είναι πυκνή και ταιριαστά σκουριασμένη, η κάθε λεπτομέρεια φροντισμένη με επιμέλεια και η φωτογραφία του ελληνικής καταγωγής Νικόλα Καρακατσάνη, συνεργάτη του Ρόσκαμ και το «Bullhead», κρατά τη μεγάλη μερίδα των αβαντάζ του φιλμ. Αλλά αν κάτι προσθέτει κύρος και μαγεία στο «The Drop», αυτό είναι οι τρεις κεντρικές ανδρικές ερμηνείες της ταινίας, που συναγωνίζονται η μια την άλλη σε τεστοστερόνη και γοητεία. Ο Μίκαελ Σένερτς ως σαρδόνιος κακός (κι απόλυτα Αμερικανός, θαυμάσια ερμηνεία από τον ηθοποιό με το εκπληκτικό κι ευμετάβλητο, όπως φαίνεται, εκτόπισμα), ο Τζέιμς Γκαντολφίνι στον τελευταίο κινηματογραφικό ρόλο της καριέρας του, ως ένας «υποβαθμισμένος» Τόνι Σοπράνο γεμάτος μυστικά και πικρία. Και, κυρίως, ο Τομ Χάρντι που μπορεί να παίξει τον οποιοδήποτε ρόλο με την ίδια εσωτερική δύναμη, εδώ ως ένα χαμένο κορμί που αναζητά τη θρησκεία, τη λύτρωση από ένα παρελθόν που δε γνωρίζουμε και το διαβατήριο για ένα μέλλον όπου, από την αρχή, η πύλη έχει κλείσει γιατί είναι αργά. Κι αν όλα τα υπόλοιπα συστατικά και η φόρμα της ταινίας δεν ξεπερνούν ένα έντιμο γκανγκστερικό θρίλερ στη σημερινή Νέα Υόρκη, οι πρωταγωνιστές του την απογειώνουν με μια σειρά μεθυστικών κινηματογραφικών πορτρέτων.