Η Τίλι Ντάνατζ είναι μια όμορφη, ταλαντούχα και ιδιαίτερη γυναίκα που έπειτα από χρόνια απουσίας επιστρέφει στη γενέτειρά της, μια μικρή πόλη στη μέση του πουθενά, στην επαρχιακή Αυστραλία των ’50s, και στη μητέρα της, που πάσχει πια από άνοια. Εχοντας κατηγορηθεί για φόνο ως παιδί, κάτι που οδήγησε στον διωγμό της από την περιοχή, η Τίλι είναι πλέον μια ξένη, ανεπιθύμητη από τους ντόπιους κατοίκους. Είναι, όμως, ταυτόχρονα και ιδιοφυία στην υψηλή ραπτική – με όπλα της το ύφασμα και τη βελόνα, μεταμορφώνει κι απελευθερώνει τις γυναίκες στην πόλη, αναζητώντας ταυτόχρονα γλυκιά εκδίκηση από εκείνους που την αδίκησαν και ψάχνοντας την αλήθεια για το παρελθόν της.

Από τους βασικούς εκπροσώπους του αυστραλέζικου νέου κύματος που άνθησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η Τζόσελιν Μούρχαουζ και ο σεναριογράφος (και σύζυγός της), Π. Τζ. Χόγκαν, επιστρέφουν με τη «Μοδίστρα» στα πάτρια εδάφη –η Μούρχαουζ, μάλιστα, 18 ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία της σκηνοθετική απόπειρα– έχοντας δοκιμάσει πρώτα την τύχη τους στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού με άνισα αποτελέσματα.

Και το νέο τους φιλμ μοιάζει με ένα ποτ πουρί των χαρακτηριστικών αυτών που έκαναν τόσο αξιαγάπητα και δημοφιλή τα αυστραλέζικα φιλμ εκείνης της περιόδου. Από τις «Περιπέτειες της Πρισίλα, Βασίλισσας της Ερήμου» μέχρι το «Proof» και το «Η Μύριελ Παντρεύεται» της Μούρχαουζ και του Χόγκαν αντίστοιχα, τα καλύτερα δείγματα αυτής της τόσο δυναμικής κινηματογραφικής εισβολής από τους Αντίποδες συνδύαζαν επιτυχημένη μείξη διαφορετικών ειδών, ιδιόρρυθμο χιούμορ και αστείρευτη τρυφερότητα για τους ποικιλοτρόπως προβληματικούς χαρακτήρες τους.

Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ρόζαλι Χαμ, η «Μοδίστρα» διαθέτει όλα αυτά τα στοιχεία σε υπερθετικό βαθμό, όμως αυτή τη φορά οι δύο δημιουργοί καταβάλλουν μάλλον υπερβολικές προσπάθειες να εκπλήξουν και να εντυπωσιάσουν, προκαλώντας τελικά εξάντληση με έναν βομβαρδισμό από τραβηγμένες σκηνές μαύρου χιούμορ, εξωφρενικές καταστάσεις και πληθώρα εκκεντρικών χαρακτήρων που φλερτάρουν επικίνδυνα με την καρικατούρα.

Από τη μοιραία είσοδο της ταλαντούχας σχεδιάστριας Κέιτ Γουίνσλετ, που θαμπώνει το μικρό χωριό με τις haute couture εμφανίσεις της ή κραδαίνει τη ραπτομηχανή της στα σκονισμένα τρίστρατα σαν πιστολέρο από σκηνή γουέστερν, μέχρι τις εκρήξεις αμφιθυμίας της ανοϊκής μητέρας της (Τζούντι Ντέιβις) και τον παρενδυτικό αστυνομικό (Χιούγκο Γουίβινγκ) που μάταια προσπαθεί να καταπνίξει το fashion icon που κρύβει μέσα του, η «Μοδίστρα» βρίθει από έξυπνες ιδέες και αρχικά ελκυστικές, σχεδόν σουρεαλιστικές εικόνες, και ένα επιτελείο μερικών από τα μεγαλύτερα ερμηνευτικά ταλέντα του αυστραλέζικου σινεμά.

Μοιάζει όμως με ένα ετοιμόρροπο, παραφορτωμένο κατασκεύασμα που κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να καταρρεύσει από το βάρος των πολυάριθμων χαρακτήρων, τον κατακερματισμό της πλοκής και την ανομοιογένεια ύφους: Από το αστυνομικό μυστήριο που ξετυλίγεται βασανιστικά μέσα από αταίριαστα σοβαροφανή φλας μπακ, μέχρι την γραφική ιστορία εκδίκησης, τη σάτιρα της επαρχιώτικης υποκρισίας και το απαραίτητο, αλλά ελάχιστα πειστικό love story (με τον Λίαμ Χέμσγουορθ σε ρόλο σέξι αγροτόπαιδου που, φυσικά, απαγγέλει Σαίξπηρ), το σενάριο της Μούρχαουζ και του Χόγκαν στριφογυρίζει και επαναλαμβάνεται αδιάκοπα αποκαλύπτοντας τις πρόχειρες ραφές του.

Ξεγυμνώνοντάς την από την υπερβολή και τα περιττά στολίδια, η «Μοδίστρα» απομένει μια μάλλον απλοϊκή και οικεία ιστορία ενός μαύρου προβάτου, που όπως και τόσα άλλα στο παρελθόν (από τη Ζιλιέτ Μπινός του «Chocolat» μέχρι την... πρωτευουσιάνα από το τηλεοπτικό «Καφέ της Χαράς») θα έρθει σε σύγκρουση με τον συντηρητισμό της μικρής κοινότητας, θα φέρει στην επιφάνεια σκοτεινά μυστικά από το παρελθόν, θα σκανδαλίσει και θα προκαλέσει πάθη, και θα αλλάξει εν τέλει τη ζωή των κατοίκων της.

Εχοντας δοκιμάσει ήδη την υπομονή μας, η ταινία θα συνθλιβεί ολοκληρωτικά στο τελευταίο μέρος της με μια απότομη και πλήρως αναληθοφανή στροφή από την –έστω και μαύρη– κωμωδία σε μια σειρά από αλλεπάλληλες τραγωδίες – διεκδικώντας βίαια τη συγκίνησή μας και ξεχειλώνοντας τη διάρκειά της θα απολέσει έστω και τα λίγα συναισθήματα και το περιστασιακά αυθόρμητο γέλιο που τίμια κατάφερε να αποσπάσει στην πορεία.

Διαβάστε ακόμη: Η Κέιτ Γουίνσλετ και η σημασία του να είσαι πάντα καλοντυμένη στο «The Dressmaker»