Μετά από δύο δεκαετίες στην Αμερική ο Κρίστιαν επιστρέφει στο πατρικό σπίτι του στην Αυστραλία για να παραστεί στον γάμο του πατέρα του με την κατά πολύ νεότερη οικονόμο του. Καθώς ο γάμος πλησιάζει η αποκάλυψη ενός καλά κρυμμένου οικογενειακού μυστικού θα ανατρέψει τις ισορροπίες στις ζωές όλων των ανθρώπων που κάποτε είχε αφήσει πίσω του.

Βασισμένη στο θεατρικό έργο του Ερρίκου Ιψεν «Η Αγριόπαπια», που γράφτηκε το 1884, η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του ηθοποιού Σάιμον Στόοουν προσπαθεί να εκσυγχρονίσει ένα από τα πιο σημαντικά θεατρικά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, μεταφέροντας μας στην Αυστραλία του σήμερα, κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, όπου ένα καλά κρυμμένο οικογενειακό μυστικό ετοιμάζεται να αποκαλυφθεί, καταστρέφοντας ταυτόχρονα και τις ζωές πολλών γύρω του.

Από την πρώτη στιγμή όμως ο Στόουν αποφασίζει να το προσεγγίσει σαν να επρόκειτο για μια σαπουνόπερα με τις εντάσεις μεταξύ των χαρακτήρων να μοιάζουν επιφανειακές και χάρτινες, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να καμουφλάρει τα συναισθήματά τους κάτω από πανέμορφές εικόνες και τα μαγευτικά τοπία της Αυστραλιανής υπαίθρου.

Υπάρχουν στιγμές μάλιστα που το έργο του Ιψεν, ένα έργο γεμάτο χαρακτήρες με εσωτερικές συγκρούσεις οι οποίες σφραγίζουν το θεατρικό λόγο του, μοιάζει εδώ να καταβροχθίζεται από το απόλυτο κενό, σε ένα καζάνι που βράζει με αργούς ρυθμούς αλλά ποτέ δεν καταφέρνει να κοχλάσει. Αυτή η «Κόρη» είναι χτισμένη πάνω σε ένα προβληματικό σενάριο όπου οι χαρακτήρες του, μέσα από μακροσκελείς και έντονες συζητήσεις, προσπαθούν να μας βάλουν μέσα στο παρελθόν τους έτσι ώστε να μας κάνουν να νοιαστούμε για το παρόν και, ίσως, το μέλλον τους. Ομως το σενάριο με το ζόρι σκιαγραφεί τους τον καθένα από αυτούς, πριν αρχίσει να μας κάνει να ενδιαφερθούμε γι’ αυτούς. Οι εκρήξεις μεταξύ τους αρχίζουν να συμβαίνουν από πολύ νωρίς, πριν καν καλά μάθουμε περισσότερα για τον καθένα τους, και καταλήγουν ανούσιες και περιττές, ενώ θα έπρεπε να μας δίνουν περισσότερες λεπτομέρειες για το παζλ του πολύκροτου αυτού μυστικού. Ενα μυστικό μάλιστα, το οποίο αν και βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας αυτής, είναι και κάτι μπορείς να καταλάβεις από την αρχή του κιόλας, και όταν αυτό επιτέλους αποκαλύπτεται, με ένα τρόπο υστερικό και βίαιο, μοιάζει να έχει χάσει την όποια σημασία του.

Αν κάτι κάνει την ταινία να στέκεται στα πόδια της είναι οι ερμηνείες των αξιόλογων ηθοποιών της. Από τον πάντα εξαιρετικό Τζέφρι Ρας μέχρι και την Μιράντα Οτο και τον υπέροχο Σαμ Νιλ, είναι εκείνοι που θα καταφέρουν να σου κρατήσουν το ενδιαφέρον στην ταινία μέχρι και τους τίτλους τέλους. Μαζί τους και οι νεότεροι, Γιούαν Λέσλι που με τις σωστές δώσεις δράματος και συναισθηματισμού αντιμετωπίζει όλα τα γεγονότα που ξετυλίγονται μπροστά του και η Οντέσα Γιάνγκ που πείθει ως μια ατίθαση αλλά ταυτόχρονα ευάλωτη έφηβη κοπέλα.

Υπάρχει μια αγριόπαπια που πυροβολείται στην αρχή της ταινίας από τον Χένρι (Τζέφρι Ρας) και καθώς δεν μπορεί να πετάξει γίνεται το κατοικίδιο της νεαρής Χέντβιγκ (Οντέσα Γιανγκ), ένα σύμβολο και για τους δύο που βρίσκονται παγιδευμένοι κάτω από το δικό τους τραυματικό παρελθόν. Ετσι και η ταινία του Στόουν μοιάζει σαν εκείνη την αγριόπαπια, η οποία βρίσκεται κι αυτή παγιδευμένη κάτω από το βάρος ενός έργου το οποίο μοιάζει να την κρατά γερά στο έδαφος και να μην την αφήνει να απλώσει τα φτερά της.