Η Μέι Χόλαντ είναι μία 20χρονη κοπέλα που μένει ακόμα με τους γονείς της και μόλις ξεκινάει την καριέρα της στο ΙΤ. Ταλαντούχα και φιλόδοξη, όταν μία φίλη της την ειδοποιεί ότι ο Κύκλος, η ισχυρότερη διαδικτυακή εταιρία παγκοσμίως, προσλαμβάνει, παρατάει τα πάντα για μία συνέντευξη μαζί τους. Παίρνει τη δουλειά και ξεκινάει ένας... φαύλος κύκλος: κάθε φορά που προσπαθεί να κερδίσει πόντους με την εταιρία, χαρίζει ένα κομμάτι της ιδιωτικότητάς της και της προσωπικής της ζωής. Αλλωστε αυτό πουλάει ο Κύκλος μέσω του ιδιοκτήτητη της Ιμον Μπέιλι: «ένα password για όλα», «μία κάμερα για απόλυτη διαφάνεια» - και το κοινό ακολουθεί μαγεμένο ποστάροντας με ήχο, εικόνα και στίγμα τι κάνει και που βρίσκεται. Η Μέι προσφέρει τον εαυτό της ως το πρώτο δείγμα ανθρώπου που θα φοράει μία μικροσκοπική κάμερα όλες τις ώρες της μέρας, με τη μάζα των social media παγκοσμίως να την ακολουθεί στο reality show της ζωής της. Και χωρίς να το καταλάβει, χάνει τη ζωή της κι όλους όσους αγαπάει.
Πριν από 20 χρόνια περίπου, το «Truman Show» του Πίτερ Γουίαρ είχε σοκάρει με την αμεσότητα και την τόλμη που μας είχε παρουσιάσει την κομβική μας ιστορική στιγμή: ή θα παραδινόμασταν σ' ένα μέλλον εικονικής πραγματικότητας, ή θα διασώζαμε την πραγματικότητά μας. Με καυστική ιδέα, πικρή εκτέλεση και εξαιρετικές ερμηνείες, αλλά και μία σκηνοθεσία που ήξερε να χειριστεί το θέμα με αυτοπεποίθηση και φαντασία, ο Γουίαρ είχε πετύχει την τέλεια κριτική της μεγάλης οθόνης σε όλες τις υπόλοιπες οθόνες της ζωής μας.
Αποδείχθηκε ότι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο να επαναληφθεί στην digital εποχή μας. Παρόλο που η ψύχωση με τα κοινωνικά δίκτυα καθορίζει ακόμα και την άνοδο και την πτώση ενός Πλανητάρχη, παρόλο που όλες οι συναλλαγές μας και πρακτικά πραγματοποιούνται μέσα από touch screens, παρόλο που η καθημερινότητα μας ορίζεται από το google και η εικόνα των συνεπιβατών, συμπολιτών, συνεργατών μας είναι «άνθρωποι σκυμμένοι στα κινητά τους», το σινεμά μοιάζει να αδυνατεί να καταγράψει το φαινόμενο, όπως του αξίζει. Με την πικρή ελαφρότητα μίας καυστικής σάτιρας, αλλά και την ακομπλεξάριστη τονικότητα ενός έργου που στέκεται απέναντι στην εποχή του με τα μάτια ανοιχτά.
Κι ενώ τη διασκευή του ομώνυμου επιτυχημένου best seller την έκανε ο ίδιος ο Ντέιβιντ Ιγκερ, ο «Κύκλος» του Τζέιμς Πόνσολντ («Ονειρεμένο Τώρα», «Τέλος Διαδρομής» ) είναι μία ακόμα πομπώδης και ρηχή συνάμα απόπειρα στο να απομυθοποιήσεις το Ιντερνετ, μία αφελής προσπάθεια να το δαιμονοποιήσεις, μία σχεδόν γραφική καταγγελία για το πώς η τεχνολογία μας καταστρέφει.
Δεν είναι εύκολο να πιάσεις με αυτοπεποίθηση (ειδικά κινηματογραφικά) ούτε την ουσία του θέματος, ούτε την εικόνα του: πόσο βαρετό να δείχνεις σκυμμένους ανθρώπους να πληκτρολογούν. Πόσο άστοχο να ρίξεις την ευθύνη στο μέσο κι όχι στο κοινωνικό φαινόμενο. Το θέμα δεν είναι το εργαλείο, αλλά ο άνθρωπος που το χειρίζεται. Δεν είναι τα social media, τα post, τα likes. Είναι η ανάγκη τους. Δεν είναι το selfie, είναι το τραυματισμένο self.
Ο Πόνσολντ μοιάζει να μην μπορεί να χειριστεί με ψυχραιμία και σωστή κρίση τον τόνο της ταινίας. Δεν τολμά να την τραβήξει στα άκρα που τις αρμόζουν. Την αφήνει να κυλά ανώδυνα, επιδερμικά, απευθυνόμενη σ' ένα mainstream κοινό που θα δει την ηθική των διλημμάτων της ασπρόμαυρα, κλισέ διδακτικά και ευκολόπιοτα - μία θεωρία συνωμοσίας που συνοδεύει το ποπ κορν και το αναψυκτικό μας.