Οι ταινίες που καταπιάνονται με το πώς γεννήθηκε, δρομολογήθηκε, δεν αποφεύχθηκε, συντηρήθηκε η παγκόσμια οικονομική κρίση, όπως το αριστοτεχνικά γραμμένο «Margin Call», παρότι φυσικά εμπεριέχουν ένα βαθμό ταύτισης με τον καθένα, προκαλούν ταυτόχρονα και μια ανησυχία γιατί λίγοι από τους θεατές καταλαβαίνουν πραγματικά τι έκαναν το χρηματιστήριο κι οι τράπεζες, ώστε να μπορούν να παρακολουθούν τη δράση. Το «The Big Short» φροντίζει γι' αυτό: σε τακτά διαστήματα, ποπ φιγούρες, πρώτα η Μάργκο Ρόμπι (σε μια θαυμάσια σινεφιλική αναφορά στο «The Wolf of Wall Street») και η Σελίνα Γκόμεζ σταματούν την ταινία για να εξηγήσουν, απλά και νόστιμα, πώς καταστράφηκε το σύστημα.

Αυτή είναι η γραμμή που ακολουθεί ολόκληρη η ταινία του Ανταμ ΜακΚέι, βασισμένη στο βιβλίο του Μάικλ Λούις (συγγραφέα και του «Moneyball»). Οικονομικά, δράση και γεμάτα χιούμορ ποπ διαλείμματα - άλλωστε, αυτός είναι ο δημιουργός που υπέγραψε τα «Anchorman» και η κωμωδία είναι τυπωμένη στο πνεύμα του, ακόμα κι όταν παρουσιάζει μια από τις καταστροφικότερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας. Η ταινία εκτυλίσσεται λίγο πριν το 2008 και το μεγάλο αμερικανικό κραχ, όταν τέσσερις αλλόκοτοι παίκτες της Γουολ Στριτ, τέσσερις πετυχημένοι αλλά περιθωριακοί, γεμάτοι προβλήματα κοινωνικής συμπεριφοράς οικονομικοί αναλυτές, διέκριναν ότι θα συμβεί εκείνο που ολόκληρη η Αμερική θεωρούσε αδύνατο, δηλαδή την κατάρρευση της κτηματομεσιτικής αγοράς. Και προσπάθησαν όχι βέβαια να την ανατρέψουν, αλλά να την εκμεταλλευτούν, δουλεύοντας ενάντια στο σύστημα, όχι για τους πολίτες, αλλά για το δικό τους όφελος, έκπληκτοι ταυτόχρονα με την αδιαφορία ή ανικανότητα των τραπεζών να προφυλάξουν τις περιουσίες των πελατών τους.

Το σενάριο κυλά σαν ορμητικό νερό, οι πρωταγωνιστές είναι ο ένας πιο δημιουργικός από τον άλλον, απόλυτα παραδομένοι στο όραμα του ΜακΚέι: ο Στιβ Καρέλ δίνει την πιο ηλεκτρισμένη ερμηνεία του ως τώρα, ο Μπραντ Πιτ περιορίζεται σε μια ελλειπτική παρουσία (με μεγαλύτερο ρόλο στην ταινία αυτόν του παραγωγού) και οι Κρίστιαν Μπέιλ και Ράιαν Γκόσλινγκ θυσιάζουν όλη τη γοητεία τους στο βωμό της ανάπλασης πειστικά αφόρητων ηρώων.

Γρήγορες ταχύτητες, συναρπαστικές φιγούρες, δύσκολα οικονομικά μαζί με το «λυσάρι» τους και, ταυτόχρονα, ανάμεσα στις αδιάκοπες συζητήσεις σε κλειστά δωμάτια, μικρά μοντάζ από την ανθρώπινη επικαιρότητα της εποχής, χρωματιστά και φανταχτερά, ένα ειρωνικό πειστήριο του πώς ο κόσμος δεν είχε ιδέα ότι, κυριολεκτικά, η κεραμίδα τού ερχόταν στο κεφάλι. Εκεί βρίσκεται κι η μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας - στο ότι μιλά για την πρόσφατη ιστορία που όλοι γνωρίζουμε, κοιτάζοντάς την από μια διαφορετική σκοπιά κι ερεθίζοντας τη μνήμη και το συναίσθημα, όχι με μελαγχολία, αλλά με ελαφρύ θυμό κι έντονη απόλαυση. Και στη διαρκή υπενθύμιση πως όταν κάτι δεν το πιστεύει κανείς, δε σημαίνει ότι δε συμβαίνει κιόλας. Σ' αυτά, η τετράδα κάποιων από τους μεγαλύτερους σταρ της εποχής έρχεται ως προστιθέμενη αξία, μαζί με τις 4 υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα (καλύτερης ταινίας, σεναρίου, α' και β' ανδρικών ρόλων), και με μια απρόσμενη αίσθηση ευφορίας απέναντι στην πικρή πραγματικότητα.