Βιρτζίνια, 1864. Ο Νότος διανύει την τρίτη χρονιά του Εμφυλίου Πολέμου, που έχει αποδειχθεί καταστροφικός. «Ο Νότος δεν συνειδητοποιεί τα τεράστια υλικά αποθέματα του Βορρά και ο Βορράς δεν συνειδητοποιεί το πείσμα για αντίσταση του Νότου» είχε πει προφητικά ο Στρατηγός Λι και είχε δίκιο. Οι οικογένειες που έχουν υποστεί το μεγαλύτερο πλήγμα έχουν αφήσει τα παιδιά τους σε οικοτροφεία, για να βρίσκουν τουλάχιστον πιο εύκολα ένα ζεστό φαγητό κι ένα ασφαλές περιβάλλον. Εκεί έχουν ξεχαστεί τα πέντε κορίτσια της ιστορίας - πολλά από αυτά έχοντας χάσει γονείς κι αδέλφια- στο σχολείο θηλέων της Μάρθα Φάρνσγουορθ, όπου καλλιτεργούν τον κήπο και διδάσκονται γαλλικά, οικοκυρικά, καλούς τρόπους. Οταν η μικρή Εϊμι, στη συνηθισμένη της βόλτα στο δάσος για να μαζέψει μανιτάρια, πέφτει πάνω σ' έναν λαβωμένο στρατιώτη του Βορρά, αυτοί οι καλοί τρόποι και το χριστιανικό καθήκον την οδηγούν να τον βοηθήσει. Να φέρει τον εχθρό στο σπίτι. Ολα τα κορίτσια, τόσο τα μικρότερα όσο και τα έφηβα, αλλά και οι δύο καθηγήτριες - η σοβαρή, συντηρητική Εντουίνα αλλά και η ίδια η μεσήλικη δειυθύντρια Φάρνσγουορθ αντιμετωπίζουν τον ερχομό του ξένου με ένα αρχικό φόβο, αλλά και αδιαπραγμάτευτο ηθικό χρέος. Να τον βοηθήσουν, να τον γιατρέψουν και μετά να τον παραδώσουν στον Συνομοσπονδιακό στρατό ως αιχμάλωτο. Σταδιακά όμως, ο στρατιώτης βρίσκει τον τρόπο να πλανέψει («beguile») τα κορίτσια - να ξυπνήσει ένστικτα κι ανάγκες που οι γυναίκες κουβαλούσαν σε λήθαργο: είτε γιατί άργησε η ενηλικίωσή τους, είτε γιατί λόγω πολέμου τούς είχε προσπεράσει οδηγώντας σε αδιέξοδη μοναξιά. Οσο ο αιχμάλωτός τους προσπαθεί να επιβιώσει και τις χειρίζεται για το συμφέρον του, τόσο ο γυναικείος ανταγωνισμός οδηγεί την ατμόσφαιρα στα άκρα. Και στο τέλος, ποιος εξαπατά ποιον;

Το 1971 η ομώνυμη ταινία του Ντον Σίγκελ, με πρωταγωνιστές τον Κλιντ Ιστγουντ στο ρόλο του λοχία Τζον ΜακΜπάρνεϊ και την Τζέραλντιν Πέιτζ ως διευθύντρια Μάρθα Φάρνσγουορθ είχε αφήσει το σημάδι της. Ενα γεμάτο σασπένς θρίλερ, όπου για πρώτη φορά η γυναικεία σεξουαλικότητα και διεκδίκηση έπαιρναν έναν πρωταγωνιστικό, ζοφερό ρόλο που κινούσε τα νήματα της πλοκής. Σκοτεινό, τολμηρό, αιχμηρό το «Beguiled» του Σίγκελ παρουσιάζε τον άντρα ως θήραμα και θύμα και τις γυναίκες ως κυνηγούς. Με ένα τίμημα, βέβαια. Οι πρωταγωνίστριες ήταν αρκετά σχηματικά κατασκευασμένες, στερεότυπα στερημένες, ανταγωνιστικές και σατανικές. Από την παρθένα μέχρι τη γεροντοκόρη κι από την ανταγωνιστική πιτσιρίκα στην καψωμένη έφηβη - ένας εύκολος αφηγηματικός δρόμος.

Πιστεύουμε ότι για αυτό η Σοφία Κόπολα («Αυτόχειρες Παρθένοι», «Χαμένοι στη Μετάφραση», «Somewhere») θέλησε να επαναφέρει αυτή τη συγκεκριμένη ιστορία στο κινηματογραφικό προσκήνιο. Στην πρώτη της αναμέτρηση με την πρόκληση ενός remake, η σκηνοθέτης που βυθίζεται πάντα με κατανόηση και τρυφερότητα στην γυναικεία καρδιά, θέλησε κι εδώ να αποδώσει με δικαιοσύνη την πλευρά των κοριτσιών - τα κίνητρα και τις προθέσεις τους. Η δική της Μάρθα Φάρνσγουορθ (με την Νικόλ Κίντμαν να ισορροπεί με χειρουργική ακρίβεια στο ρόλο) δεν είναι μία κομπλεξική, εκδικητική, στεγνή μεγαλοκοπέλα. Την ξαναέγραψε με ανθρωπιά, καλοσύνη, αίσθηση δικαίου - παρόλη την πειθαρχία και την αυστηρότητα που απαιτεί η θέση της. Η Κάρολ της Ελ Φάνινγκ δεν είναι μια απροκάλυπτα ξαναμμένη έφηβη, η οποία δε σταματά σε τίποτα. Είναι ένα κορίτσι με υγιή σεξουαλική περιέργεια. Η κουμπωμένη, πουριτανή Εντουίνα (η Κίρστεν Ντανστ της προσδίδει ισόποσα θλίψη και δύναμη) παίρνει το πάνω χέρι, έστω κι αργά στο να διεκδικήσει την ευτυχία της - με όποιο τίμημα. Κι όσο για τον λοχία του Κόλιν Φάρελ, η Κόπολα τον απογυμνώνει: ξεσκεπάζει μαζί με το σώμα του και τα κίνητρά του, τον δείχνει όσο χειριστικό και ωφελιμιστή είναι. Οι γυναίκες δεν «τρελάθηκαν». Τις τρέλανε εκείνος - είχε ρόλο κι ευθύνη σε αυτό.

Με μία κινηματογράφηση απάραμιλλης ομορφιάς, η Κόπολα πηγαίνει κι ένα βήμα πιο πέρα. Αποτυπώνει τα ληθαργικά τοπία του Νότου ως μεταφορά των ξεχασμένων, όσο οι άντρες πολεμούν, γυναικών: οι ακίνητες θεώρατες λεύκες που δεσπόζουν επιβλητικά και γεμίζουν την ατμόσφαιρα με ένα απόκρυφο πέπλο γύρης, τα βαλτωμένα νερά με τη σήμα κατατεθέν υγρασία να εντείνει την ηδονή της εικόνας, το πανόραμα της φύσης - όλα χρησιμοποιούνται υπόκωφα ως ο αφηγητής της ιστορίας, ως ένας ακόμα χαρακτήρας. Ενα ακόμα στοιχείο κατανόησης της ιστορικής στιγμής, της γυναικείας απομόνωσης, του λαβωμένου κοινωνικού ιστού.

Η Κόπολα επιλέγει να κρατήσει χαμηλόφωνους και βραδυφλεγείς ρυθμούς, όσο ο Σίγκελ έφτανε την υστερία στα κόκκινα. Να ενισχύσει το περιβάλλον της ταινίας με ελαφρότητα, σαρκασμό, δαιμονισμένο χιούμορ. Ειδικά οι σκηνές ενός καθωσπρεπισμού που καταρρέει με κρότο, οι διάλογοι στα γεύματα, οι ανταγωνιστικές θηλυκές σπόντες (όσο οι γυναίκες διεκδικούν την προσοχή και την προτίμηση του αρσενικού) αλλά κι ο τρόπος που οργανώνεται η εκδίκηση, έχουν ένα τόνο σαφέστατα σαρκαστικό και κατάμαυρα αστείο.

Ολες αυτές οι καλές προθέσεις όμως έχουν ένα μεγάλο μειονέκτημα: με τους χαρακτήρες πιο ανθρώπινους, την ένταση χαμηλωμένη και το χειρισμό στο correct, έχει χαθεί η αιχμηρότητα, η τολμηρότητα και η εξτρίμ διάσταση genre τρόμου και γκόθικ σασπένς, αλλά και του κοινωνικού σχόλιου για το σεξουαλικό παιχνίδι γάτaς-ποντικιού ανάμεσα στα δύο φύλα. Χωρίς διέγερση, εμμονές, φρενίτιδα, παραλήρημα η μακάβρια κοινή συνενοχή του τέλους δεν κολλάει τόσο. Δεν σε αφήνει με το ίδιο σοκ, την ενόχληση και την εσωτερική αναστάτωση της ταινίας των 70ς.

Πέρα από συγκρίσεις κι επί μέρους αντιρρήσεις όμως, η κάμερα της Κόπολα έχει πάντα αυτή την ήρεμη δύναμη, τη ξεκάθαρη γοητεία και τη γλυκύτητα με την οποία πλησιάζει και το πιο σκληρό θέμα της, που τελικά σε παρασύρει. Το βλέμμα της σκηνοθέτιδας είναι η πραγματική αποπλάνηση της ταινίας, πέρα και πάνω από ήρωες και ιστορίες.