Δύο πρώην παίχτες του μπέιζμπολ, ο Μπέν και ο Μίκi, διασχίζουν άσκοπα έναν ερημικό δρόμο της Νέας Αγγλίας. Ακολουθούν τα μονοπάτια μες στα δάση για να αποφύγουν τα αιμοβόρα ζόμπι που φρουρούν τις πάλαι ποτέ πολύβουες πόλεις. Για να επιζήσουν πρέπει να ξεπεράσουν τις εντελώς διαφορετικές προσωπικότητές τους Ο Μπεν, από τη μία, έχει ενστερνιστεί τον άγριο νομαδικό τρόπο ζωής, ενώ ο Μίκi, απ΄την άλλη, αδυνατεί να δεχθεί τη σκληρή πραγματικότητα του νέου κόσμου, αρνείται να συμμετάσχει στα βίαια παιχνίδια του Μπεν και αναπολεί τις ανέσεις που κάποτε ήταν δεδομένες: ένα κρεβάτι, ένα κορίτσι, και ένα ασφαλές μέρος για να μείνει. Όταν οι δύο άντρες ακούν μια ραδιοφωνική μετάδοση από μία ασφαλή, καλά προστατευμένη κοινωνία, ο Μίκi δεν θα σταματήσει μέχρι να την βρει και να εγκατασταθεί εκεί, ακόμα κι αν είναι σαφές ότι δεν είναι ευπρόσδεκτος.

Γυρισμένο με ελάχιστα χρήματα (έξι χιλιάδες δολάρια αν έχει σημασία) σε λιγές μόνο μέρες (16 αν αναρωτιέστε), το «The Battery» δεν έχει εκ πρώτης όψεως κάτι που να το ξεχωρίζει από τον σωρό των low budget ταινιών τρόμου που μοιάζουν μια εύκολη λύση και μια καλή ευκαιρία για κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει μια απρόβλεπτη μικρή, ανεξάρτητη επιτυχία.

Ομως αν το φιλμ του Τζέρεμι Γκάρντνερ είναι προφανώς δέσμιο των δυνατοτήτων του, ή μάλλον των ελλείψεών του (σε χρήμα και χρόνο, σε ειδικά εφέ), ξέρει πολύ καλά πως να κάνει τις αδυναμίες του προτερήματα μέσα από μια ευρηματική αφήγηση που χτίζει μια ιστορία και χαρακτήρες από ελάχιστα στοιχεία, από την αφαίρεση κι όχι την υπερβολή.

Και κατορθώνει όχι μόνο να δικαιολογεί κάθε επιλογή του μα και να κάνει μέσα από αυτή την lo fi ιστορία επιβίωσης κάτι που πηγαίνει πέρα από τα συνηθισμένα κλισέ μιας ζόμπι ταινίας, στην περιοχή όπου το να προσπαθείς να επιβιώσεις σε έναν κόσμο που πάει κατά διαβόλου δεν είναι μόνο μια αγωνιώδης περιπέτεια, αλλά και μια κουραστική επανάληψη βαρετών πραγμάτων κάπου όπου δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις.

Προφανώς το «The Battery» απέχει πολύ από το να είναι τέλειο, όμως περιέχει κάμποσες μικρές στιγμές που σε αποζημιώνουν, κρατά αμείωτη την αίσθηση μιας ταινίας που δεν υπολείπεται σε ιδέες, χιούμορ, σκέψη πάθος και κυρίως κρατά για το φινάλε μια από τις καλύτερες, αγωνιώδεις, κλειστοφοβικές, απεγνωσμένες σκηνές που είδαμε στο σινεμά τρόμου εδώ και πολύ καιρό.

Δεν το λες και μικρό κατόρθωμα...