1987, Θάλασσα των Κοραλλιών. Στο νησί Τάνα του αρχιπελάγους Βανουάτου (συμπλέγματος 82 νησιών του Νοτίου Ειρηνικού) η φυλή των Γιακέλ ζει με αγροκαλλιέργειες, κυνήγι και υποακούοντας με ευλάβεια τα έθιμα και τους κανόνες του Νόμου Κάστομ - των αρχαίων παραδόσεων που μεταφέρονται από πατέρα σε γιο, από φύλαρχο σε σαμάνο, από σοφή γιαγιά σε εγγονή. Εχουν αντισταθεί στον «πολιτισμό» των λευκών, έχουν αρνηθεί τη «σωτηρία» των Χριστιανών, έχουν απαξιώσει το χρήμα. Μοναδική τους απειλή; Η βεντέτα με τους γείτονες Ιμεντίν - μία αιματοβαμμένη κόντρα με αφορμή τη γη που διεκδικούν και οι δυο. Σε μία προσπάθεια ανακωχής, ο αρχηγός των Γιακέλ υπόσχεται στον αντίστοιχο των Ιμεντίν για νύφη τη Βάβα - ένα νεαρό κορίτσι που μόλις έγινε γυναίκα. Μόνο που εκείνη είναι ερωτευμένη με τον εγγονό του Ντάιν. Οι δυο εραστές θα το σκάσουν μαζί, ξεσηκώνοντας την έκπληξη, το θυμό και το σοκ των δύο φυλών. Δεν υπάρχει γάμος από έρωτα στο Νόμο Κάστομ. Μήπως τελικά οι πεισμωμένες παραδόσεις είναι ο χειρότερος εχθρός της διάσωσης του ανθρώπινου είδους; Αυτή είναι η ιστορία του Ντάιν και της Βάβα, που άφησε Ιστορία...

Οι Αυστραλοί ντοκιμαντερίστες, Μπέντλεϊ Ντιν και Μάρτιν Μπάτλερ, αναπαραστούν και κινηματογραφούν υπνωτικά, λυρικά, σεβάσμια αυτή την αληθινή ιστορία, πλάθοντας ένα εξωτικό λαϊκό παραμύθι απαγορευμένου έρωτα, τραγωδίας κι ελπίδας. Η αφήγησή τους ξεκινά και τελειώνει, όχι με τους εραστές. Ούτε με τους «σοφούς» γέροντες που αποδέχθηκαν, επιτέλους, την αλλαγή. Αλλά με την μικρή ατίθαση Σελίν - την πιτσιρίκα αδελφή της Βάβα, η οποία παρατηρεί με ορθάνοιχτα τα πονηρά ματάκια της όσα συμβαίνουν στο χωριό της. Μπορεί να μην καταλαβαίνει απόλυτα το παρόν, η αδελφή της όμως άνοιξε το δρόμο για να έχει λόγο στο μέλλον.

Αυτό κάνει το σενάριο των Ντιν και Μπάτλερ: μοιάζει να ανατρέχει σε κάτι μακρινό από εμάς, εξωτικό, αρχαίο, όμως οι παρατηρήσεις τους για την ανθρώπινη φύση, τον φόβο της μη διάσωσης των παραδόσεων, το κλείδωμα σε θεσμούς και νόμους είναι διαχρονικές κι αρχέγονες. Μπορεί να μην μένουμε σε χάρτινες καλύβες στα τροπικά δάση του Ειρηνικού, αλλά η ανάγκη συντήρησης εθνικής ταυτότητας, παράδοσης, ιστορίας έχει πολλές φορές μπερδευτεί με καταπίεση, οπισθοδρομισμό και βία. Ακόμα και στις μητροπόλεις της δύσης.

Το μεγαλύτερο επίτευγμα των σκηνοθετών όμως είναι ότι δεν διηγούνται την ιστορία τους με την αλαζονεία του λευκού δυτικού. Δεν μπήκαν στις ζωές των Γιακέλ (έζησαν μαζί τους στην Τάνα για 7 μήνες) με ανοικτή την κάμερα και τεντωμένο δάχτυλο. Αντιθέτως, το βλέμμα τους συναισθάνεται, δεν παρεμβαίνει. Ο φακός τους αφουγκράζεται τις ιστορίες, μοιάζει να γλιστρά προσεκτικά, υγρά, σε κάθε πλάνο - ή προτιμά να παραμένει σε σεβάσμια απόσταση. Σκοπός τους είναι να μάθουν, να καταλάβουν. Οχι να κριτικάρουν.

Με ένα καστ ιθαγενών, προσήλωση στις φιγούρες, τις εκφράσεις, τα βλέμματα, οι ντοκιμαντερίστες κατά βάση Ντιν και Μπάτλερ ξέρουν που να ποντάρουν: στην παρατήρηση της ίδιας της φύσης. Η πανέμορφη, ονειρική, λυρική φωτογραφία της ταινίας χαρίζει ανάσες, όγκο, μυρωδιές, υγρασία, μυστήριο και οικειότητα αποκαλύπτοντάς μας αυτό το απόκρυφο κομμάτι του Ειρηνικού. Ομως η φύση δεν στέκεται ως σύμβολο (μόνο) αιωνόβιας ομορφιάς. Είναι η μόνη που, αν κι όχι άφθαρτη, συνεχίζει να υπάρχει - πέρα και μετά από εμάς. Τα πελώρια ομβρόφιλα δάση με τη μεγαλοπρέπεια, τον πλούτο, τις κρυψώνες τους. Το ηφαίστειο που ελλοχεύει από ψηλά, φουντώνει, απειλεί. Η γη, ο πλανήτης, η ζωή μάς χλευάζουν. Εμείς και οι ιστορίες μας είμαστε πολύ μικροί και ανούσιοι μπροστά στο κόσμο τον μικρό, τον μέγα.

Ο άνθρωπος έχει μόνο μία υποχρέωση: να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Αν σε αυτό αποτύχει, κανείς δεν επιβιώνει. Ούτε μία αποκομμένη αρχαία φυλή, αποφασισμένων ερημιτών.