Καλώς ήρθατε στην ήσυχη πόλη του Suburbicon, όπου δεν υπάρχει κίνηση, δεν υπάρχει εγκληματικότητα, δεν υπάρχει παρά ένα μόνιμο χαμόγελο ευτυχίας στα πρόσωπα όλων κατοίκων. Οταν όμως η πρώτη μαύρη οικογένεια εγκατασταθεί στην «πόλη που ευνοεί την πολυπολιτισμικότητα, καθώς περιλαμβάνει κατοίκους από την Νέα Υόρκη, το Οχάιο, ακόμα και από το Μισισίπι!», όπως ενημερώνει το διαφημιστικό σποτ της πόλης (μόνο με λευκούς φυσικά ανθρώπους), η καθημερινότητα του Suburbicon θα διαταραχθεί τόσο πολύ που ακόμα και η εισβολή στο σπίτι μιας φιλήσυχης οικογένειας, η οποία θα ξεκινήσει έναν κλιμακούμενο κύκλο εκβιασμών, προδοσίας και εκδίκησης, θα περάσει σχεδόν απαρατήρητη. Oσο «σχεδόν» επιτρέπουν τουλάχιστον τα συνεχή ατυχή και προφανώς αιματηρά γεγονότα.

Το «Suburbicon» θα μπορούσε να είναι κάλλιστα μια ταινία των αδερφών Κοέν καθώς το συγγραφικό/σκηνοθετικό δίδυμο συν-υπογράφει το σενάριο αλλά (απρόσμενα) αφήνει τα σκηνοθετικά ηνία στον Τζορτζ Κλούνεϊ, ο οποίος επιστρέφει στο ρόλο του σκηνοθέτη μετά από την μέτρια απόδοση του «Μνημείων Ανδρες» για να αποδείξει ότι οι θετικότατες αναμνήσεις μας από τις «Εξομολογήσεις ενός Επικίνδυνου Μυαλού» και το «Καληνύχτα, και Καλή Τύχη» δεν ήταν παραπλανητικές. Και όντως, το κυνικό υλικό του ταιριάζει, η σαρκαστική διάθεση επίσης, όπως και η παιχνιδιάρικη διάθεση που χρησιμοποιεί τη βία για να κάνει ένα μάλλον επίκαιρο κοινωνικό σχόλιο.

Πέρα από τις Κοενικές επιρροές, το φιλμ ενσωματώνει επιπλέον στην αφήγησή του διαχρονικά Χιτσκοκικά μοτίβα, που ξεκινούν από τα προφανή (ένα σχέδιο που δεν πάει καλά, μόνιμη αίσθηση του χιούμορ ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές, διάχυτη αίσθηση ειρωνείας και μια μουσική υπόκρουση από τον Αλεξάντερ Ντεσπλά που πατάει επάνω στην κληρονομιά του Μπέρναρντ Χέρμαν) και συνεχίζουν με την εξερεύνηση της διπλής ταυτότητας, την ανατροπή της στερεοτυπικής εικόνας μιας femme fatale και το συνεχές παιχνίδι του είναι και του φαίνεσθαι.

Παραδόξως, ο Κλούνεϊ πετυχαίνει περισσότερο να αναδείξει αυτά τα στοιχεία στην αφήγησή του παρά να ισορροπήσει ανάμεσα στις λεπτές ισορροπίες του σεναρίου των Κοέν. Η χιουμοριστική επίφαση του «Suburbicon» και η φαρσική του αφήγηση, όχι πολύ μακριά από το «Burn after Reading» των σκηνοθετών, μαρτυρούν την δημιουργική τους παρουσία, όπως και η επιμονή της ταινίας στην κρισιμότητα των συμπτώσεων, στην παντοδυναμία της ανθρώπινης βλακείας και σε ήρωες που πιστεύουν στους εαυτούς τους πολύ περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Στο τελικό αποτέλεσμα όμως όλα αυτά τα στοιχεία παραμένουν αυτόνομα χωρίς την απαραίτητη συνοχή, κάνοντας συνεχώς εμφανή την προέλευσή τους αλλά και τον λόγο που δεν δένουν απόλυτα μεταξύ τους. Γιατί μπορεί ο Κλούνεϊ να κατανοεί απόλυτα το υλικό του, όμως τελικά στην ταινία επικρατούν περισσότερο τα θορυβώδη γεγονότα παρά οι διακριτικές στιγμές έντασης που προσφέρουν ουσιαστικά και το ηθικό υπόβαθρο της ιστορίας.

Για αυτό το λόγο η παράλληλη αφήγηση της εξέγερσης της πόλης ενάντια στην πρώτη μαύρη οικογένεια («δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να ενταχθούν, αλλά πρέπει να το κάνουν μέσω της εκπαίδευσης και όχι με την επιβολή της παρουσίας τους στη γειτονιά μας») καταντά ένα επιδερμικό μόνο σχόλιο απέναντι στην υποκρισία, χωρίς να αναδεικνύεται ποτέ ουσιαστικά η σαρκαστική της διάθεση στο μέγεθος που θα της άρμοζε. Στο «Suburbicon», η κριτική καταντά πολλές φορές προφανής, γεγονός που στερεί την δυναμική της και υποβαθμίζει τον αντίκτυπό της, όσο κι αν η αναγωγή στο σήμερα της Αμερικής του Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί την πιο λογική αναγωγή.

Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το «Suburbicon» παύει να αποτελεί διασκεδαστικό σινεμά, με μια μόνιμη ροή δράσης που δε βαλτώνει ποτέ, μια φροντισμένη παραγωγή που εκμοντερνίζει διακριτικά την αισθητική της δεκαετίας του 1960 και ένα cast που φαίνεται πώς περνάει καλά. Από την διπλή παρουσία της Τζουλιάν Μουρ, η οποία – φυσικά – και βασίζεται στις ξανθές ηρωίδες του Χίτσκοκ, και τον μετρημένο αλλά επαρκώς εκρηκτικό Ματ Ντέιμον μέχρι την – πιο Τζορτζ Κλούνεϊ κι από τον Τζορτζ Κλούνεϊ – παρουσία του Οσκαρ Αϊζακ και την εκφραστική αποκάλυψη του νεαρού Νόα Τζουπ, το σύνολο των ερμηνειών εμφανίζει τη δύναμη του Κλούνεϊ να σκηνοθετεί τους συναδέλφους του και να αναδεικνύει τα προσόντα τους, αντισταθμίζοντας την αδυναμία του να φανεί αντάξιος της πολυπλοκότητας των θεματικών του σεναρίου.

Υπό τα σκηνοθετικά ηνία των αδερφών Κοέν, το «Suburbicon» ενδεχομένως να ήταν περισσότερο κυνικό, πιο στοχευμένα σαρκαστικό, πιο εγκεφαλικά ειρωνικό. Στα χέρια του Τζορτζ Κλούνεϊ όμως παραμένει ένα καλογυαλισμένο φιλμ καθαρών προθέσεων, που αφήνει μεν την λάμψη του να θολώσει την ουσία του αλλά δεν αφήνει ποτέ τον θεατή να βαρεθεί ή να μην περάσει έστω καλά. Οπως και η ίδια η πόλη του Suburbicon, το φιλμ προσφέρει απλόχερη διασκέδαση αλλά δυστυχώς στερείται κρίσιμων ουσιαστικών υποδομών.