Το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» αναφέρεται στην κατάσταση όπου ένα θύμα – αντίθετα με αυτό που θα περίμενε κανείς – αναπτύσσει θετικά, υποστηρικτικά (ακόμα και ερωτικά) αισθήματα για τον θύτη του, παίρνοντας τελικά το μέρος του και συμφωνώντας με την οπτική του. Ο τίτλος του συνδρόμου, κατά την ιστορία, προήλθε από μία παράδοξη ληστεία στη Στοκχόλμη του 1973, όπου ύστερα από μία επεισοδιακή ομηρία, οι αιχμάλωτοι του Γιαν-Ερικ Ολσον αρνούνταν να καταθέσουν εναντίον του απαγωγέα τους ενώ παράλληλα, ακόμα πιο απρόσμενα, ξεκίνησαν να μαζεύουν χρήματα για την οικονομική υποστήριξή του στη μακρόχρονη δίκη.

Η ταινία του Ρόμπερτ Μπουντρό αποτελεί κατά κάποιον τρόπο μια απόπειρα αφήγησης αυτής της ιστορίας, μόνο που τα ονόματα (όπως και ο αριθμός των ομήρων) έχουν αλλαχθεί, αν και το σκηνικό – όπως μαρτυρά ο τίτλος – παραμένει στημένο στην σουηδική πρωτεύουσα. Εκεί, το 1973, ο Λαρς του Ιθαν Χοκ, ένας Αμερικανός πρώην κατάδικος που ωστόσο δε δείχνει επικίνδυνος οπτικά, εισβάλλει στη μεγαλύτερη τράπεζα της πόλης με σκοπό, όχι μόνο να αδειάσει το χρηματοκιβώτιο, αλλά και να απαιτήσει από τις αρχές να ελευθερώσουν έναν φυλακισμένο φίλο του (ο Μαρκ Στρονγκ συναγωνίζεται τον Χοκ στη μάχη για την πιο αστεία περούκα).

Τα πράγματα φυσικά δεν πηγαίνουν απόλυτα σύμφωνα με το σχέδιο και πολύ σύντομα ο Λαρς βρίσκεται μόνος στην τράπεζα με τρεις ομήρους (δύο γυναίκες και έναν άντρα) και τον φίλο του/μεσολαβητή της αστυνομίας. Εκεί είναι και που η δυναμική ανάμεσα στους χαρακτήρες αυτής της παράδοξης ομάδας αρχίζει να μεταβάλλεται, καθώς κάνουν την εμφάνισή τους αισθήματα αλλά και προθέσεις που ξεπερνούν τη συνήθη σχέση θύματος και θύτη.

Αυτή η μετάβαση από το φόβο στην οικειότητα βρίσκεται στο επίκεντρο της αφήγησης της «Ληστείας της Στοκχόλμης». Ο Μπουντρό δίνει έμφαση στις στιγμές που θύτες και θύματα περνούν μαζί απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, τον νόμο και τις οικογένειές τους και αρέσκεται στην αποτύπωση των μικρών τρυφερών στιγμών ανάμεσά τους, χωρίς να κινηματογραφεί κάτι το κραυγαλέο ή το θορυβώδες. Για εκείνον, η γοητεία που ασκεί ο Λαρς στους ομήρους του δεν είναι κάτι το αυτονόητο, όμως υπάρχει μια αμεσότητα και μια υπόγεια ευαισθησία στην αλλόκοτη συμπεριφορά του που τον κάνουν αυτόματα απρόβλεπτο αλλά και ριψοκίνδυνα ενδιαφέροντα.

Γι' αυτό και ολόκληρο το βάρος της ηθικής πολυπλοκότητας του Λαρς πέφτει στους ώμους του Ιθαν Χοκ, ο οποίος προσεγγίζει τον ήρωά του όχι ως ένα τέρας της φύσης αλλά ως ένα αστείο, παρεξηγημένο και άτσαλο χαρακτήρα, που φοράει το «κοστούμι» του εγκληματία σε σαφώς μεγαλύτερο νούμερο από αυτό που του ταιριάζει. Ο Λαρς του δεν παύει ποτέ να είναι κάποιος που παραβαίνει τον νόμο, όμως ταυτόχρονα είναι και ένας άνθρωπος που αναλαμβάνει σχέδια πολύ μεγαλύτερα από όσο μπορεί να διαχειριστεί, που πανικοβάλλεται μπροστά στο αληθινό εύρος των βλέψεών του και που δρα περισσότερο αντανακλαστικά παρά συγκροτημένα, θέτοντας σε κίνδυνο τον εαυτό του, την επιχείρηση και όλους όσους τον περιτριγυρίζουν.

Η σχέση του δε με τον επικεφαλής της αστυνομίας και οι συνομιλίες του με τον Σουηδό πρωθυπουργό μοιάζουν βγαλμένες από μια κωμωδία παρεξηγήσεων, ποτισμένη με αυστηρή, καυστική σκανδιναβική ειρωνεία. Για τον Μπουντρό, αυτή η «Ληστεία της Στοκχόλμης» είναι πάντα μια κρίσιμη κατάσταση όμως στην ουσία ο κίνδυνος δεν περιτριγυρίζει ακριβώς τους ομήρους αλλά τον ίδιο το θύτη αυτής της ομηρίας.

Και είναι εξαιρετικά ευτυχές το γεγονός ότι ο Ιθαν Χοκ καταφέρνει να προσδώσει ενσυναίσθηση στον ήρωά του και να τον μετατρέψει σε έναν συμπαθή κωμικό χαρακτήρα, φλερτάροντας πολλές φορές με τη σάτιρα. Η ερμηνεία του δεν διακατέχεται από σοβαροφάνεια, αγκαλιάζοντας χωρίς αναστολές όλες τις υπερβολές και τις απιθανότητες που εγγενώς χαρακτηρίζουν μια τόσο παράδοξη ιστορία. Στην πραγματικότητα, ο Ιθαν Χοκ είναι αυτός που εξασφαλίζει την αμεσότητα και την επικοινωνία της ταινίας με το θεατή και εκείνος στον οποίο οφείλεται να πιστωθεί η όποια επιτυχία του φιλμ.

Γιατί ατυχώς, αν απομακρυνθεί κανείς από την ερμηνεία του Ιθαν Χοκ, δεν πρόκειται να βρει πολλά περισσότερα σημεία φωτός στην αφήγηση. Ο Μαρκ Στρονγκ δεν καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στο χιούμορ και τη σοβαρότητα, κλίνοντας τελικά προς την καρικατούρα, η Νούμι Ραπάς μοιάζει περισσότερο ζαλισμένη παρά γοητευμένη, με αποτέλεσμα η ηρωίδα που υποδύεται να μην οδηγείται οργανικά προς τη γέννηση του Συνδρόμου που όλοι αναμένουν, και το τελικό αποτέλεσμα χάνει την ενέργεια ή το διττό που θα όφειλε να επιδεικνύει, προτιμώντας μια στρωτή αλλά «ασφαλή» αφήγηση που καθοδηγεί από το χέρι, χωρίς όμως καμία δόση αφηγηματικής αιχμής.

Υπάρχουν στιγμές που το βλέμμα των ηθοποιών όντως μαρτυρά τη γέννηση κάτι πολύπλοκου που θα άξιζε να κατοχυρωθεί στην ιστορία ως ένα νέο Σύνδρομο, όμως, στην πραγματικότητα, η «Ληστεία της Στοκχόλμης» παρουσιάζεται περισσότερο ως ένα ανάλαφρο καλοκαιρινό heist movie παρά ως η ουσιώδης αποτύπωση μιας πολυεπίπεδης, ψυχολογικής αλληλεπίδρασης. Το αν αυτό – τελικά – είναι καλό ή κακό θα κληθεί να το απαντήσει ο ίδιος ο θεατής, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο θα επιδράσει πάνω του αυτό το «Σύνδρομο της… Κινηματογραφικής Στοκχόλμης»