Το «Στέφαν Τσβάιχ: Αποχαιρετισμός στην Ευρώπη» ξεκινά και τελειώνει με δύο εκτενείς σκηνές στις οποίες η κάμερα παραμένει απόλυτα ακίνητη και όμως, σε κάθε περίπτωση, το κάδρο βρίθει από πληροφορίες σε πολλαπλά (μεταφορικά και κυριολεκτικά) επίπεδα. Τόσο όσον αφορά τους ίδιους τους ανθρώπους που περιφέρονται ή μπαινοβγαίνουν στο πλάνο αλλά και όσο αφορά τα αισθήματά τους , την κοινωνική τους θέση (και κατ’ επέκταση τις ίδιες τις δομές της κάθε κοινωνίας) και τελικά την αλληλεπίδρασή τους με τον ίδιο τον Τσβάιχ, του ανθρώπου που την δεκαετία του 1920 – μαζί με τον Τόμας Μαν – έφερε την σφραγίδα του πιο πολυδιαβασμένου και μεταφρασμένου παγκοσμίως γερμανόφωνου συγγραφέα.
Είναι δύο σκηνές που ουσιαστικά περικλείουν ολόκληρη την οπτική και συναισθηματική δύναμη της ταινίας αλλά και που υπογραμμίζουν με τον καλύτερο τρόπο την αφηγηματική οικονομία της Σράντερ, κάτι που της επιτρέπει να ξεφύγει από τα συνήθη αφηγηματικά στερεότυπα που κατά κανόνα βαρύνουν το είδος της κινηματογραφικής βιογραφίας και να δημιουργήσει με την ταινία της κάτι που, παρά την ακαδημαϊκή του γλώσσα, φαντάζει στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς του φρέσκο, λιτό και ευπρόσδεκτα καίριο.
Στο ενδιάμεσο, σε τέσσερα κεφάλαια που διαφέρουν τόσο θεματικά όσο και αισθητικά, η Σράντερ αποφεύγει να εστιάσει στο αναμενόμενο, το συγγραφικό έργο δηλαδή του Τσβάιχ, αλλά εξερευνεί με έμμεσο τρόπο όλες τις διεργασίες που πραγματοποιούνται μέσα στο μυαλό του όσο η χώρα του και στη συνέχεια ολόκληρη η Ευρώπη απειλείται και τελικά παραδίδεται στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα χρόνια της εξορίας μεταξύ Μπουένος Άιρες, Νέας Υόρκης και Βραζιλίας, η αναζήτηση του συγγραφέα για ένα νέο σπίτι, το φάντασμα του ναζισμού που σταδιακά κατακτά την Ευρώπη και η αίσθηση της καλλιτεχνικής ευθύνης απέναντι στη νέα κατάσταση αποτελούν στοιχεία που απασχολούν την δημιουργό, όσο προσπαθεί να αποκαλύψει μέσα από το βλέμμα του ήρωά της τη θέση του σε ένα νέο αβέβαιο κόσμο.
Η προσέγγισή της δείχνει αρχικά αποσπασματική όμως στην πραγματικότητα της δίνει τη δυνατότητα να εστιάσει κάθε φορά και σε μια διαφορετική παράμετρο της προσωπικότητας του Τσβάιχ. Η φήμη του ως συγγραφέα, η επιμονή του να αποφεύγει τις επίσημες πολιτικές δηλώσεις στον Τύπο («Η δουλειά ενός καλλιτέχνη μπορεί να είναι πολιτική όμως δεν μπορεί να παρέχει στις μάζες πολιτικά σλόγκαν»), η εξορία και η επίδραση στον ίδιο και την οικογένειά του, η αντιμετώπιση του κοινού και η σύγκρουση της εικόνας που έχει σχηματίσει ο υπόλοιπος κόσμος με τους εσωτερικούς προβληματισμούς του ίδιου του Τσβάιχ δίνουν τη δυνατότητα στη Σράντερ να δημιουργήσει ένα πορτρέτο που δεν ακολουθεί τους τυπικούς κανόνες όμως παραδόξως χτίζει σταδιακά μια κλιμακούμενη ένταση που προετοιμάζει το έδαφος για το αναπόφευκτο φινάλε (και το αλλά Τζέιμς – «Κάποτε στη Νέα Υόρκη» Γκρέι στήσιμο του τελικού κάδρου).
Από τα λογοτεχνικά σαλόνια του Μπουένος Άιρες και την παγωμένη (με πολλούς τρόπους) νέα οικογενειακή εστία της Νέας Υόρκης μέχρι την τροπική ομορφιά της Βραζιλίας, η Σράντερ εναλλάσσει την αφήγησή της ανάμεσα στην ψυχρή παρατήρηση και το (ελαφρώς μελοδραματικό) οικογενειακό δράμα ή την ψύχραιμη αφήγηση και την (μάλλον ατυχώς υποτιμητική για τον βραζιλιάνικο λαό) screwball αποτύπωση της βραζιλιάνικης καθημερινότητας, παραπατώντας στη διαδρομή στην αποτύπωση των λεπτομερειών αλλά καταφέρνοντας τελικά να δημιουργήσει ένα ανησυχητικά επίκαιρο πορτρέτο, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την αγιοποίηση του ήρωά της, στερώντας του μια τελική κάθαρση.
Απόλυτος σύμμαχός της σε αυτό παραμένει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ο – θεατρικός κατά κανόνα – Γιόζεφ Χάντερ, ο οποίος, όντας και εξαίρετος κωμικός ηθοποιός, γνωρίζει πώς να ελαχιστοποιεί τις εκφράσεις του προσώπου του για να μεγιστοποιεί ανά πάσα στιγμή τον συναισθηματικό αντίκτυπο, χωρίς να καταφεύγει σε κλισέ ή υπερβολές. Η ερμηνεία του είναι υπαινικτική, ακριβής και βασίζεται στις λεπτομέρειες, κάτι που ίσως αποδειχθεί για κάποιους υπερβολικά αφαιρετικό αλλά που τελικά βοηθά στο να μη γίνει το συμπέρασμα του φιλμ προφανές ή εξόφθαλμα διδακτικό.
Παρά τις όποιες αστοχίες, το «Στέφαν Τσβάιχ: Αποχαιρετισμός στην Ευρώπη» παρουσιάζει μια εντυπωσιακή εγκράτεια ως προς την αφήγησή του και έναν προβληματισμό που ξεπερνά τον ίδιο τον ήρωα και την εποχή του. Γιατί τελικά η Σράντερ δεν έχει στόχο απλά να αφηγηθεί μια βιογραφία αλλά να ξεχωρίσει τα στοιχεία του ιστορικού παρελθόντος που έχουν σημασία και να τα επαναφέρει σε μια σύγχρονη συζήτηση που αφορά με καθαρότητα εξίσου το σήμερα.