Εκστασιασμένος από την εμπειρία του με τους Εκδικητές, ο Πίτερ Πάρκερ επιστρέφει στο σπίτι του, όπου ζει με την θεία Μέι, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του καινούργιου του μέντορα, Τόνι Σταρκ. Και ενώ ο Πίτερ προσπαθεί να επιστρέψει πίσω στην καθημερινή του ρουτίνα εμφανίζεται ο Vulture, ο καινούργιος του εχθρός που απειλεί όλα εκείνα που ο Πίτερ θεωρεί σημαντικά.

Προσπεράστε τον ατυχή ελληνικό τίτλο, αφού το «Homecoming» του πρωτότυπου αναφέρεται σε ένα χορό αποφοίτων και εύστοχα ειρωνεύεται την έλλειψη οποιασδήποτε σταθερότητας από πλευράς του κεντρικού του ήρωα. Προσπεράστε, όμως, και τον κακό Vulture του Μάικλ Κίτον, όχι γιατί για πολλή ώρα θα σας φανεί αδιάφορος, αλλά γιατί δυστυχώς δεν μπορούμε να αναφέρουμε γι’ αυτόν περισσότερα spoilers απ’ όσα μετατρέπουν την πρώτη περιπέτεια του τρίτου Spider-Man της μεγάλης οθόνης σε ένα σχεδόν κυριολεκτικό φιλμ ενηλικίωσης όπως ακριβώς θα το ονειρευόταν η Marvel της νέας εποχής.

Πιο κοντά στο αγόρι του Τόμπι Μαγκουάιαρ αλλά και στην εφηβική λογική των ταινιών του Σαμ Ράιμι (και του Τζον Χιουζ, βεβαίως βεβαίως), αλλά – ας μην είμαστε άδικοι – και στην γήινη προσέγγιση του Αντριου Γκάρφιλντ στο ενδιάμεσο δίδυμο ταινιών που όλοι νιώθουν να έχουν ξεχάσει, το «Spider-Man: Homecoming» θα μπορούσε να ήταν η ιστορία του πιο next door υπερήρωα που γνωρίσατε ποτέ. Πράγμα που είναι ολοφάνερο ότι η Marvel επιθυμεί, παίζοντας (σε στιγμές καταχρηστικά) με τη συνθήκη «τι θα γινόταν αν ένας φανατικός των Avengers γινόταν Avenger;», ανεβάζοντας τα ντεσιμπέλ του geekiness την ίδια ακριβώς στιγμή που κατεβάζει το ηλικιακό target group φλέρτάροντας επικίνδυνα (επειδή μπορεί) και με την παιδική ταινία.

Φέρνοντας τους υπερήρωές της στα όρια του ανθρώπινου (βάζοντας τον Κάπτεν Αμέρικα ως εκπαιδευτικό εργαλείο στα σχολεία, τον Iron Man να λειτουργεί σχεδόν πατρικά απέναντι στον Spider-Man…) και εξαντλώντας το diversity με κάθε πιθανό τρόπο, η Marvel χαρίζει στον κόσμο και το σινεμά έναν Πίτερ Πάρκερ που θα μπορούσε να είναι το οποιοδήποτε πανέξυπνο μοναχικό αγόρι που όλοι θέλουν στους διαγωνισμούς γνώσεων για να κερδίσουν αλλά κανείς για να τον κάνει παρέα. Ο ενθουσιασμός του χωρίζεται στα δύο: μισός εξαντλείται στα awesome που θα αναφωνούσε κάθε αγόρι που θα φορούσε την σούπερ ντούπερ στολή του Spider-Man δια χειρός Τόνι Σταρκ και ο υπόλοιπος στον τρόπο με τον οποίο ανακαλύπτει το σώμα του, τις δυνάμεις του, το θάρρος να σταθεί απέναντι στο κορίτσι που αγαπά και να του ζητήσει να γίνει ο συνοδός της στο χορό του σχολείου.

Είναι αλήθεια πως το φιλμ του 36χρονου Τζον Γουάτς (αναζητήστε το «Cop Car» με τον Κέβιν Μπέικον που δεν είδαμε ποτέ στην Ελλάδα) ερωτοτροπεί συχνά με την αυτοαναφορικότητα στο οποίο το υποχρεώνει ένα σενάριο γεμάτο inside jokes, πρότερη γνώση της ιστορίας των κινηματογραφικών Avengers μέχρι σήμερα και μια ισχυρή ποσότητα από λεπτομέρειες που θα ταίριαζαν περισσότερο σε ενα fanboy movie παρά σε ένα blockbuster του διαμετρήματος του «Homecoming». Από την άλλη είναι τόσο σπάνιο να νιώθεις μια (την όποια ο καθένας) ταύτιση με έναν ήρωα που μέσα στην ελάχιστη διάρκεια μιας ταινίας καταφέρνει να γεννηθεί από το τίποτα, να χάσει τα πάντα και να τα ξανακερδίσει – ακριβώς (ή περίπου ακριβώς) όπως θα συνέβαινε στην πραγματική ζωή.

Στο κέντρο του «Homecoming», ακόμη κι όταν οι σκηνές δράσης τραβάνε, το χιούμορ επαναλαμβάνεται, τα gadgets εξαντλούνται και η προσπάθεια της Marvel να εντάξει τον Ανθρωπο Αράχνη στο σύμπαν της γίνεται εκβιαστική, ο Τομ Χόλαντ έρχεται με τη φόρα του 20χρονου που γεννήθηκε για να παίξει τον Πίτερ Πάρκερ, να μιλήσει με τη φωνή του Πίτερ Πάρκερ, να φορέσει τα ρούχα του Πίτερ Πάρκερ και με ένα ταλέντο που αφοπλίζει (κάπου ανάμεσα στο cuteness και το teenage angst που από τη φύση του φέρει ένας έφηβος) να κάνει τον ήρωά του να πετάξει όχι επειδή φοράει τη στολή του Spider-Man αλλά επειδή από ψηλά είναι πιο εύκολο να δεις καθαρά τη ζωή.

Μακριά από το «with great power comes great responsibility» της πρώτης τριλογίας, το μότο του σημερινού Spider-Man είναι πως του αρκεί να είναι ο «Spider-Man της γειτονιάς», αρκεί αυτό να σημαίνει πως έχει εξασφαλίσει τη θέση του στο πάνθεον των Εκδικητών. Ελπίζουμε όταν επιστρέψει για τη σόλο δική του επόμενη περιπέτεια ή για το ensemble των επόμενων «Avengers» να μην έχει γίνει τόσο amazing που να τον ξεχάσουμε...

[Μείνετε οπωσδήποτε στους τίτλους τέλους, εκεί όπου κρύβονται δύο σκηνές – η πρώτη ενδεχόμενα να αφορά το πιθανό sequel της ταινίας, η δεύτερη, πιο αστεία αργεί αλλά αποζημιώνει (και το λέει και η ίδια!)]