Μία γαλλίδα δημοσιογράφος, η Ελσα Καζανόβα, πέφτει θύμα απαγωγής των Ταλιμπάν, στο Αφγανιστάν. Το Γαλλικό Υπουργείο Αμυνας, θα αναθέσει σε μια ομάδα επίλεκτων στρατιωτών μια ριψοκίνδυνη αποστολή: να την ελευθερώσει πριν την επικείμενη εκτέλεση της.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το γαλλικό σινεμά αποφασίζει να πείσει πως μπορεί να κάνει ταινίες είδους. Και φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που αποδεικνύεται πως ενώ σε επίπεδο παραγωγής δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το Χόλιγουντ, πάντα υπάρχει κάτι που το κάνει να μην τα καταφέρνει, παραμένοντας ο φτωχός συγγενής της βαριάς κινηματογραφικής βιομηχανίας που ευτυχώς αριστεύει ακριβώς στα σημεία που η Αμερική μοιάζει ακόμη να ψάχνει την ισορροπία έξω από τα «είδη».

Ισως πάλι, εν προκειμένω, να φταίει και το γεγονός πως μετά από δεκάδες αμερικάνικες ταινίες για το Αφγανιστάν και τον πόλεμο εναντιόν των Ταλιμπάν, ο ήχος της γαλλικής γλώσσσας μοιάζει το λιγότερο «ξένος» με το τοπίο, πράγμα που δικαιολογεί και την επιλογή του μεγαλύτερου ποσοστού των διαλόγων στα αγγλικά – τα οποία όλως τυχαίως μιλούν μόνο οι κακοί.

Στην πραγματικότητα βέβαια, τα πράγματα είναι πιο απλά, αφού, παραβλέποντας το γεγονός πως κανείς δεν ενδιαφέρεται για το πόσο καλοί πολεμιστές είναι οι Γάλλοι (ή οι Αμερικάνοι ή οι Αγγλοι ή...), το πραγματικό πρόβλημα του «Forces Speciales» είναι ότι καταλήγει να είναι όσο κλισέ και ανιαρό ακούγεται ήδη από τον – λες και στόχευε εξαρχής σε straight to DVD κυκλοφορία - τίτλο του.

Οσο και αν ο μέχρι πρότινος πολεμικός ανταποκριτής και ρεπόρτερ Στεφάν Ριμπογιάντ προσπαθεί να αποδείξει πως η νευρική σκηνοθεσία, τα πανοραμικά πλάνα και το κοφτό μοντάζ δεν είναι αποκλειστικότητα των Αμερικάνων (και δη του Πολ Γκρίνγκρας, το «Green Zone» του οποίου ο Γάλλος σκηνοθέτης μοιάζει να χρησιμοποίησε ως υπόδειγμα για το πόνημα του), καμία πολεμική ταινία δράσης δεν υπήρξε ποτέ πετυχημένη επειδή γυρίστηκε σε φυσικούς χώρους (εδώ στο Τζιμπουτί και το Τατζικιστιάν) και επειδή διαθέτει αμέτρητες (κυριολεκτικά) γωνίες λήψεις από ελικόπτερο, πίσω από το ελικόπτερο, δεξιά από το ελικόπτερο κ.ο.κ.

Και οσο και αν το καστ που επιλέχθηκε έξυπνα με την δίγλωσση Ντάιαν Κρούγκερ να ηγείται της ειδικής αποστολής των αντρών, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν ο Ντζιμόν Χονσού («Amistad»), ο Μπενουά Μαζιμέλ («Η Δασκάλα του Πιάνου») και σε ένα μικρό ρόλο ο βετεράνος του γαλλικού σινεμά Τσέκι Κάριο, προσπαθεί να δώσει ψυχή σε μια διαδοχή σκηνών δράσης που από τη μισή ώρα και μετά μοιάζουν πανομοιότυπες, τίποτα δεν μπορεί να σώσει ένα σενάριο που βρίθει από κλισέ και πανομοιότυπες σκηνές μαχών που βρίσκουν τους Γάλλους, άτυχους μεν θριαμβευτές δε σε κάθε νέα συνάντηση τους με τους Ταλιμπάν.

Αντίθετα με την κοινή αντίληψη που θέλει κάθε «αμερικανική» προσπάθεια του ευρωπαϊκού σινεμά να βρίσκει εμπόδιο στο μαζικό υποσυνείδητο που μοιάζει σφυρηλατημένο πάνω στους χολιγουντιανούς κώδικες, το «Special Forces» αποτελεί το τέλειο δείγμα που αποδεικνύει πως τελικά το πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Ή μάλλον ακριβώς εδώ: πως στην προσπάθεια του να «αντιγράψει», αντιγράφει όλα τα κακά στοιχεία του Χόλιγουντ διεκδικώντας ταυτόχρονα και το άλλοθι της ευρωπαϊκότητας.

Μετά από πόσα slow motion, αφελείς πολιτικούς στοχασμούς και επικολυρικά πανοραμίκ θα του το δίνατε;