Η Λιλιάν ήταν κάποτε η Λάουρα, μία τραγουδίστρια που πήρε μέρος το 1974 στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision και έχασε με μικρή διαφορά από τους ABBA. Σήμερα συσκευάζει φαγητό σε μια μικρή βιοτεχνία και τίποτα δεν θυμίζει την άλλοτε μεγάλη σταρ. Μέχρι την ημέρα που θα γνωρίσει τον 20χρονο Ζαν που την ερωτεύεται και την πείθει να επιστρέψει στην σκηνή.
Για πολλούς και μόνο το γεγονός μιας ταινίας που θέλει την Ιζαμπέλ Ιπέρ να είναι μια πρώην διάσημη τραγουδίστρια που τώρα εργάζεται σε ένα τοπικό εργοστάσιο τροφίμων είναι μια υπόσχεση αρκετή για περισσότερες από μία ταινίες, ειδικά αν σας αποκαλύψουμε ότι πολύ νωρίς στην ταινία η ηρωίδα ενδίδει στο να ξανατραγουδήσει μετά από χρόνια απουσίας τη μεγαλύτερη επιτυχία της μπροστά στην τοπική ομάδα μποξ...
Ο,τι κάνει το «Souvenir» να διαφέρει από ένα μελόδραμα της σειράς στην παράδοση του «Ενα Αστέρι Γεννιέται» και των παραλλαγών του (ανάμεσα σε αυτές και οι «Διπλοπενιες» ή το «Πιο Λαμπρό Αστέρι») είναι το γεγονός πως εδώ τα πράγματα είναι πιο γαλλικά, η ιστορία τοποθετείται στο πιο απίθανο περιβάλλον που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί και επίσης πως το πρωταγωνιστικό ζευγάρι δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο την εκ νέου επιτυχία της ξεπεσμένης τραγουδίστριας αλλά και μια διαφορά ηλικίας που κάνει τα πράγματα πιο ενδιαφέροντα αλλά και απείρως πιο δύσκολα.
Για τουλάχιστον μια ώρα, το «Σουβενίρ» είναι εκείνη η μικρή γλυκιά, τρυφερή ταινία που θα ήθελες να μην τελειώσει ποτέ αλλά να συνεχίζει στο διηνεκές. Ο τρόπος με τον οποίο φλερτάρει ο υπέροχος Κεβίν Αζαΐς την Ιζαμπέλ Ιπέρ, η συστολή της σπουδαίας Ιπέρ όχι μόνο απέναντι στην ερωτική της έλξη για το νεαρό θαυμαστή της αλλά και για το ρίσκο μιας ακόμη επιστροφής, οι κοινές τους σκηνές περισσότερο από όλες τις άλλες, όλα έρχονται και κάθονται με τον πιο αφοπλιστικό τρόπο στο θυμικό σου. Και μένουν εκεί ακόμη και όταν στο δεύτερο μέρος, η ταινία του Μπαβό Ντεφίρν αποφασίζει να γίνει η προβλέψιμη ιστορία της ξεπεσμένης τραγουδίστριας που μόλις γίνει διάσημη θα διώξει από δίπλα της τον άνθρωπο στον οποιό χρωστάει την «αναστάσή» της.
Χωρίς την Ιζαμπέλ Ιπέρ, δεν μπορείς καν να υποψιαστείς πως θα έμοιαζε το «Σουβενίρ» - μάλλον με μια ξεχασμένη σχεδόν την ίδια στιγμή που δημιουργείται ανάμνηση, για να παίξουμε με τον τίτλο της ταινίας. Και μόνο τα τραγούδια που λέει σε μεγάλες χορταστικές σκηνές αρκούν για να επιβεβαιώσουν για ακόμη μια φορά τον νατουραλιστικό χαμαιλεοντισμό της. Διανύοντας με περισσή φυσικότητα όλη την απόσταση από το φοβισμένο κορίτσι στην αλαζονική ντίβα, η Ιπέρ βρίσκεται στο κέντρο μιας ταινίας που υπάρχει μόνο για εκείνη, χαρίζοντας σε κάθε σκηνή της έξτρα νότες μουσικότητας σε μια μάλλον πολυπαιγμένη παρτιτούρα.