Ενα κρουαζιερόπλοιο διασχίζει τη Μεσόγειο. Οι επιβάτες του είναι ένα Γάλλος και ένας Ρώσος αστυνομικός, ένας Παλαιστίνιος πρέσβης, η Πάτι Σμιθ. Και το ταξίδι του θα διασχίζει όλες τις «πατρίδες», νοητές και πραγματικές που υπήρξαν καθοριστικές για την εξέλιξη του κόσμου, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα.

Η τελευταία περίοδος του Ζαν-Λικ Γκοντάρ (με αρχή την «Ελεγεία του Ερωτα» του 2001 και συνέχεια το «Notre Musique» του 2004) δεν μπορεί παρά να φέρει στο νου το «Histoire(s) du Cinema», το video project που ο ίδιος ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 80 και ολοκλήρωσε το 1989. Αποτελούμενο από κεφάλαια, αποσπασματικές εικόνες και ήχους αντανακλούσε την άποψη του Γκοντάρ για το σινεμά (και την ιστορία του), τη σύνδεση του με τον 20ο αιώνα και τη νέα εποχή στην οποία έμπαινε πλέον το όραμα του για την κινούμενη εικόνα.

Το «Film Socialisme» θα μπορούσε να είναι, σε αντίστιξη με την «Ιστορία του Σινεμά», η «Ιστορία του Κόσμου» έτσι όπως μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να την ανασυνθέσει σε ένα ψηφιδωτό από πρόζα, αρχειακό υλικό, συνθηματικές λέξεις, κλασική μουσική και λίγη Πάτι Σμιθ... Το ίδιο προβοκατόρικα, δηλαδή, αποσπασματικά και ενεργειακά, όσο υπηρέτησε το σινεμά εδώ και έξι δεκαετίες.

Χωρισμένο σε τρία κεφάλαια («Αυτά τα Πράγματα», «Η Δική μας Ευρώπη», «Οι Ανθρωπότητες μας») το «Film Socialisme» δεν διαθέτει καμία αφηγηματική δομή, καμία ευθεία γραμμή που να ενώνει τα αταίριαστα υλικά που το αποτελούν και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το πόσα και ποια από τα δεκάδες υποσυνείδητα μηνύματα του φτάνουν στον θεατή.

Κι, όμως, το «Film Socialisme» δεν είναι video art, όπως εύκολα θα μπορούσε κάποιος να το καταχωρήσει αποκρούοντας κάθε προσπάθεια να το κατανοήσει. Στο απόγειο της ακύρωσης της τέχνης του κινηματογράφου, ο «επαναστάτης» Γκοντάρ φτιάχνει σινεμά από τα θραύσματα της (ιστορικής) μνήμης. Οι ήρωες του (χωρίς χαρακτήρες, χωρίς σχεδόν πρόζα) είναι απλά σύμβολα, τα λόγια τους είναι απλή φλυαρία και οι βαρυσήμαντες συζήτησεις τους (για την Ευρώπη, την ελευθερία, την ανατροπή) δεν είναι παρά ήχοι που σκορπίζονται στον χώρο. Κι έτσι δεν έχει καμία σημασία να τους καταλάβεις. Αρκεί μόνο να τους ακούσεις.

Στην πραγματικότητα, το «Film Socialisme» είναι ένα ταξίδι. Οχι τυχαία ξεκινάει με μια κρουαζιέρα στη Μεσόγειο και τελειώνει με αναφορές στις έξι «πατρίδες» του δημιουργού του: την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Οδησσό, την Ελλάδα, τη Νάπολη και την Βαρκελώνη. Ενα ταξίδι αυτοβιογραφικό σε όλα αυτά που μέσα στα χρόνια έχτισαν την κοσμοθεωρία και την πολιτική στάση του δημιουργού τους και που τώρα ο ίδιος, στα 80 του χρόνια, επιστρέφει για να τα ξανασυναντήσει μέσα από το πρίσμα μιας Δύσης σε μόνιμη κρίση. Ενα ταξίδι συχνά τοσο εγκεφαλικό που όσο και να θες να πορευτείς στις γραμμές που χαράζει, νιώθεις συνεχώς καταδικασμένος να περπατάς σε μια παράλληλη τροχιά.

Οσα ερωτήματα και αν γεννάει η διάθεση του Γκοντάρ να μένει τόσο αινιγματικός, μένουν αναπάντητα. Και όσο και αν νιώθεις συνεχώς την ανάγκη κάποιος να σου εξηγήσει τι ακριβώς «εννοεί ο ποιητής», καμία εξήγηση δεν θα δοθεί μέχρι το τέλος αυτής της εμμονοληπτικής μικρής ιστορίας του κόσμου. Ολα θα μείνουν μετέωρα, ημιτελή, κομμάτια ενός δοκιμαστικού για ένα μελλοντικό ολοκληρωμένο δοκίμιο πάνω στον σύγχρονο κόσμο, το τέλος των αξιών και την ανάγκη επιστροφής στις ρίζες.

Το οποίο ο Γκοντάρ, είναι φανερό, πως δεν θα ολοκληρώσει ποτέ. Οχι γιατί δεν μπορεί, αλλά γιατί στο τέλος της περιπετειώδους καριέρας του πιστεύει ακόμη πως τα μόνα πράγματα που έχουν σημασία σε αυτή τη ζωή είναι αυτά που όσο εξελίσσονται, αντί να πλησιάζουν, απομακρύνονται από την τελείωση τους.

Αυτός, όμως, δεν ήταν που κάποτε είχε πει πως «Δεν έχει νόημα να έχεις καθαρές εικόνες όταν οι ιδέες σου είναι θολές»; Στο «Film Socialisme» κάποιος θα μπορούσε να τον κατηγορήσει για το εντελώς αντίθετο...