Ο Λούκας, ένας Αμερικανός έμπορος διαμαντιών, ταξιδεύει στη Ρωσία για να πουλήσει 12 σπάνια μπλε διαμάντια αμφιλεγόμενης προέλευσης. Καθώς η συμφωνία που είχε κλείσει αρχίζει να καταρρέει, ταξιδεύει στη Σιβηρία για να αναζητήσει τον Ρώσο συνεργάτη του που έχει εξαφανιστεί. Στη μικρή πόλη της Σιβηρίας γνωρίζει την Κάτια, μια Ρωσίδα ιδιοκτήτρια καφέ τη οποία ερωτεύεται παράφορα. Οι δυο τους θα πιαστούν σε μία θανατηφόρα ανταλλαγή πυρών μεταξύ του αγοραστή και της ομοσπονδιακής υπηρεσίας πληροφοριών και θα έρθουν αντιμέτωποι με οριακές καταστάσεις.

Αυτό υπόσχεται η επίσημη σύνοψη της ταινίας και αυτό δείχνει να νομίζει και ο ίδιος ο Ριβς, ο οποίος εμφανίζεται από την αρχή στην ταινία ως αντίγραφο του Τζον Γουίκ, με την ίδια αυστηρότητα και την ίδια macho λιγομίλητη στάση, απλά χωρίς να έχει χάσει κάποιο αγαπημένο του τετράποδο από τη ζωή.

Μόνο που ο «Ερωτας στη Σιβηρία» απέχει πολύ από την επιθυμητή περιπέτεια που θα ήθελε να είναι. Δε διαθέτει πάθος, δε διαθέτει πυγμή, δε διαθέτει καν τις οριακές καταστάσεις που υπόσχεται ότι περιμένουν τους ήρωές του. Αντιθέτως, παραμένει μόνιμα σε απόσταση, πατώντας πάνω στα κλισέ της πορείας ενός μοναχικού άνδρα που δίδαξε η κινηματογραφική δεκαετία του 1980 χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να αναζωογονοποιήσει το είδος για την νέα γενιά.

Και δεν φταίει απλά το γεγονός ότι κάθε χαρακτήρας παραμένει χάρτινος από την αρχή μέχρι το τέλος. Ή το ότι ο Μάθιου Ρος μοιάζει να αγνοεί κάθε στοιχειώδη κανόνα για την κινηματογράφηση μιας σκηνής δράσης. Αυτό που κάνει τον «Ερωτα στη Σιβηρία» τόσο απογοητευτικό είναι το γεγονός ότι ειρωνικά ξεχνάει να επενδύσει στον έρωτα των πρωταγωνιστών του, χρησιμοποιώντας τον απλά ως αφηγηματικό αντιπερισπασμό για την έλλειψη ουσιαστικής δράσης (και ως ένα ακόμη δείγμα χείριστης χρήσης ενός γυναικείου χαρακτήρα στο σενάριο).

Και το εκνευριστικό είναι ότι ο Κιάνου Ριβς έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι διαθέτει το χάρισμα να μεταδίδει μέσα από τα χαρακτηριστικά του την μελαγχολία τραγικών, μοναχικών ηρώων. Εδώ όμως απλά παραμένει στα κενά χαρακτηριστικά, χωρίς να προσπαθεί έστω και στοιχειωδώς να εμφυσήσει ζωή στο δράμα (μάλλον;) του χαρακτήρα του, μια ακόμη απόδειξη ουσιαστικά της λογικής αυτόματου πιλότου που χαρακτηρίζει και όλη την υπόλοιπη ανάπτυξη της ταινίας.

Αυτό που στο τέλος παραμένει είναι μια ανέμπνευστη και εγκληματικά βαρετή αφήγηση, η οποία παραδειγματικά αμελεί κάθε – με κάθε – δυνατότητα που της προσφέρεται για γνήσιο και ακομπλεξάριστο σινεμά δράσης. Δε θα βρει κανείς τον «Ερωτα» σε αυτή τη «Σιβηρία» παρά, ειρωνικά, μια παγωμένη αντίδραση, ουσιαστικά χειρότερη από την απλή αποδοκιμασία.