Ενα παγερό χειμωνιάτικο βράδυ ο Οσάμου με τον μικρό του γιο Σότα μπαίνουν στο τοπικό σούπερ μάρκετ για να ακολουθήσουν τη συνηθισμένη τους ρουτίνα. Να κλέψουν τις προμήθειες της μέρας - ήρεμα, αποφασιστικά, χορογραφημένα. Στο δρόμο για το σπίτι όμως (μία παράγκα σε φτωχική συνοικία του Τόκιο) περνούν από τις εργατικές κατοικίες, όπου στο μπαλκόνι συναντούν το ίδιο θέαμα όπως κάθε βράδυ: ένα τετράχρονο κοριτσάκι που οι γονείς του το αφήνουν μόνο του έξω στο κρύο. Ο χαμογελαστός Οσάμου παίρνει το παιδί μαζί του, προς έκπληξη της γυναίκας, της γιαγιάς και της νύφης του: αντέχουν να ταΐσουν άλλο ένα στόμα; Οταν όμως βλέπουν τα σημάδια κακοποίησης στο σώμα του κοριτσιού, δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη. Η μικρή Ριν (της καίνε τα παλιά της ρούχα, την κουρεύουν, της δίνουν νέο όνομα και νέα ευκαιρία στη ζωή) γίνεται μέλος της οικογένειάς τους. Μίας οικογένειας τυχοδιωκτών, όπου κανείς δεν είναι αθώος. Ολοι εξαπατούν, κλέβουν, κερδίζουν πονηρά κι άνομα τα προς το ζην για να συμπληρώσουν το πενιχρό ημερομίσθιο του εργάτη πατέρα και της μαγείρισσας μάνας. Κανείς όμως δε θεωρεί ό,τι κάνουν «κλοπή». Ούτε στην περίπτωση του μικρού κοριτσιού. Ολα είναι θέμα επιβίωσης.

Από το «Nobody Knows» (2004) και το «Πατέρας και Γιος» (2013) μέχρι το «Οur Little Sister» (2015) και το «The Third Murder» (2017) είναι πραγματικά αφοπλιστικό πώς ο Χιροκάζου Κόρε-Εντα καταφέρνει να υφαίνει τέτοιες ιστορίες κάθε φορά. Τόσο σύνθετες στην κοινωνική τους παρατήρηση και σκέψη (τι θεωρούμε καλό ή κακό, ένοχο ή αθώο) και τόσο προσιτές, ζεστές κι άμεσες στην επικοινωνία τους. Να αποτυπώνουν τόσο ειλικρινά την παραβατική διάσταση των ηρώων τους και, ταυτόχρονα, οι ζωές τους να γίνονται τόσο τρυφερά και φιλόστοργα δικές μας.

Ο Κόρε-Εντα δε φωνάζει τα μηνύματά του, τα ψιθυρίζει. Η κατανόηση, η καλοσύνη κι ανθρωπισμός του στέκονται ακλόνητα όσο πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Σχεδόν ως πολιτική στάση και δήλωση. Περισσότερο όμως σαν μία ζεστή κουβερτούλα που σε σκεπάζει καθησυχαστικά στο τέλος μίας δύσκολης, αποκαρδιωτικής μέρας: ο κόσμος είναι σκληρός κι άδικος, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς βρει το δικό του δρόμο, να δημιουργήσει τη δική του εναλλακτική οικογένεια, να αγαπήσει και να αγαπηθεί.

Η μεγαλύτερη επιτυχία του Κόρε-Εντα όμως είναι ότι κλονίζει τις χρόνια εδραιωμένες προκαταλήψεις του θεατή. Τούς ξέρουμε αυτούς τους «Κλέφτες Καταστημάτων». Τις ξέρουμε αυτές τις κουτοπόνηρες γιαγιάδες, τις καπάτσες μανάδες, του μπαμπάδες αρχηγούς της συμμορίας, τα καλοκουρδισμένα ζητιανάκια παιδιά τους. Εχουμε σαφέστατη εικόνα, άποψη και στερεότυπα για αυτούς. Κι όμως, ο ουμανιστής Ιάπωνας σκηνοθέτης, χωρίς να χαρίζεται στους ένοχους ήρωές του, χωρίς τον παραμικρό μελοδραματισμό ή αθώωση, καταφέρνει, με απαλότητα και ευαισθησία, να ροκανίσει τις πεποιθήσεις μας, να μάς κάνει να αμφιβάλλουμε.

Ανοίγοντας την πόρτα της παράγκας, ανοίγει κι ο διάλογος. Τι είναι παραβατικό, τι νόμιμο και τι ηθικό τελικά; Ποιον πετάμε στο περιθώριο, ποιον φυλακίζουμε και σε ποιον επιτρέπουμε να ζει ατιμώρητος; Πώς μπορείς να είναι κανείς ηθικός, σ' έναν ανήθικο κόσμο;

Πάνω από όλα, ο Κόρε-Εντα εξετάζει την οικογένεια - την πρώτη μικροκοινωνία που μας μαθαίνει το καλό από το κακό, την αγάπη και το φθόνο, μάς δίνει ταυτότητα και βηματισμό στην υπόλοιπη ζωή μας. Απέναντι σε μία παγωμένη κοινωνία νόμου και τάξης, οι «Κλέφτες Καταστημάτων» του μοιάζουν χαοτικά ευτυχισμένοι, πλημμυρισμένοι από ζεστασιά κι αγάπη. Η εικόνα της γιαγιάς να κοιτάει την οικογένειά της να παίζει στη θάλασσα και να λέει ένα «ευχαριστώ», έτσι, μόνη της, στον άνεμο, θα μείνει μαζί μας για καιρό...

Με εξαιρετικές, νατουραλιστικές ερμηνείες από μικρούς και μεγάλους (με αποκορύφωση τις σπαραχτικές στιγμές της «μάνας» Αντο Σακούρα) και μία συλλογή από «κλεμμένες» μικροστιγμές (η ερωτική σκηνή είναι υποδειγματικά γυρισμένη), μία μικρή ταινία με μεγάλη καρδιά κλέβει τις εντυπώσεις, κλέβει και τη συγκίνησή μας.

Διαβάστε ακόμη: Ο Χιροκάζου Κορε-Εντα εξηγεί στο Flix γιατί το σινεμά είναι μία μεγάλη εναλλακτική οικογένεια