Τι χωρίζει το ανθρώπινο ένστικτο από την «παράλογη» συμπεριφορά; Τι είναι «πραγματικότητα» και τι τρέλα; Πώς βιώνει ο καθένας μας την παρέκκλιση, κάτι που υπερβαίνει τα φίλτρα του «αποδεκτού», του άμεσα κατανοητού, της λογικής; Είναι άνθρωπος ένα λογικό ον ή αναγκάστηκε να γίνει μέσα από την κοινωνικοποίησή του; Μήπως όλοι κουβαλάμε την «τρέλα» ως μία έκφραση της πραγματικής ζωώδους μας φύσης; Υπάρχει άραγε κάτι έξω από εμάς;

Στο νέο του ντοκιμαντέρ, ο Μένιος Καραγιάννης («Πατρίδα από Μάρμαρο», «33.333: Η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη», «Deadline») ρωτά... τους τρελούς. Ανοίγει την κάμερά του και ακολουθεί ανθρώπους που γενναιόδωρα και ειλικρινά μάς βάζουν πίσω από την κουρτίνα, μέσα στην αληθινή φύση, στο προσωπικό βίωμα ή την φιλοσοφική αναζήτηση των ορίων της «άλογης» συμπεριφοράς. Ανθρώπους που έμαθαν να τη συμβιβάζουν, να την καθησυχάζουν (;) και να την εκφράζουν μέσα από κάτι που δεν τους αποξενώνει από το κοινωνικό σύνολο: την καλλιτεχνική δημιουργία, την προσφορά. Ενας φωτογράφος που βλέπει κάτι άλλο, παρόλο που όλοι κοιτάμε το ίδιο. Μία γυναίκα που φροντίζει ηλικιωμένους, ενώ παλεύει με τους δικούς της δαίμονες κι ένα σώμα που της θυμίζει τον εσωτερικό της πόνο. Τον «τρελό» γλύπτη του χωριού, που αν τον πλησιάσεις και τον αφουγκραστείς, μπορεί και να σε καταπλήξει (όπως κι ένα αυτιστικό παιδί και το ταλέντο του να αποκωδικοποιεί την πραγματικότητα αλλιώς).

Ανάμεσα στις μαρτυρίες και τις εξομολογήσεις, η υπέροχη ανάλυση του Διδάκτορα Ψυχοπαθολογίας Φώτη Καγγελάρη και η συγκίνηση της ποίησης της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ έρχονται να ενώσουν το νήμα και να προσφέρουν, όχι φυσικά εύκολες απαντήσεις, αλλά ουσιαστικές και εύφορες ερωτήσεις. Την αρχή ενός πραγματικά ενδιαφέροντος διαλόγου. Ενός αφηγήματος για τα αρχέγονά μας ένστικτα (γιατί αποφασίζουμε πάντα με τον «φόβο» και σπάνια με τα «θέλω», για παράδειγμα), την επιθυμία ως κάτι που μάς τρομάζει, την ονειρική διάσταση στην οποία καταφεύγουμε (πολλές φορές για να επιβιώσουμε), τη διαφορετικότητα μας και την άρνηση ενός κοινωνικού συνόλου να την αποδεχθεί (αλλά εύκολα, μέσα στους αιώνες, πάντα την βάφτιζε «τρέλα»), τη φθορά του χρόνου, το αμετάκλητο του θανάτου.

Ο Μένιος Καραγιάννης λειτουργεί κι ο ίδιος σαν τον φωτογράφο του: νομίζεις ότι παρακολουθείς «talking heads», αλλά το κάδρο του θα εστιάσει, και σε στιγμές θα φριζάρει σε κάτι άλλο, παρακινώντας σε να επαναπροσδιορίσεις αυτό που έβλεπες και άκουγες τόση ώρα. Ισως γιατί θέλει κι ο ίδιος να παραδεχθεί το άλογο που κρατά την κάμερα.

Υπάρχει κάτι που λειτουργεί ως μείον στο ντοκιμαντέρ, και είναι η ίδια η φύση του θέματός του: είναι ανεξάντλητο. Πολύ δύσκολα δίνεις ένα αφηγηματικό σχήμα, ολοκληρώνεις και ρίχνεις τίτλους τέλους. Η αμηχανία του φινάλε (μία απογειωτική γενίκευση των εικόνων της πολιτικής και κοινωνικής μας επικαιρότητας) μοιάζει απότομη και φορσέ, ενώ το υπόλοιπο σώμα της ταινίας πατούσε γερά και σε βάθος.