Τον χειμώνα του 1960, η Μαργκαρέτε φον Τρότα έχει ήδη έρθει από το Βερολίνο στο εξίσου κρύο και μουντό Παρίσι για να σπουδάσει γλώσσες. Γάλλοι συμφοιτητές της την πειθαναγκάζουν να έρθει παρέα σ’ ένα σινεμά που προβάλλει ταινίες «τέχνης». Εκεί, η 18χρονη κοπέλα θα παρακολουθήσει άναυδη την «Έβδομη Σφραγίδα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Εμπειρία σημαδιακή, που θα της ανοίξει την πύλη στον κόσμο της κινηματογραφικής τέχνης και θα καθορίσει τη μετέπειτα πορεία της ως ηθοποιού αρχικά και δημιουργού από το 1975.

Έτσι ξεκινά το φιλμ της φον Τρότα. Με την ίδια να ανακαλεί την ανάμνηση σε voiceover, ενώ σημερινές εικόνες από την ακτή του νησιού Φόρε, όπου γυρίστηκε η «Σφραγίδα», εναλλάσσονται με αποσπάσματα από τις πρώτες σκηνές της ασπρόμαυρης μεσαιωνικής αλληγορίας και την ανατριχιαστική γνωριμία του ιππότη Μαξ φον Σίντοφ με τον Χάρο. Μια εικονογραφημένη θύμηση που προαναγγέλλει και τον τόνο του τιμητικού ντοκιμαντέρ της, τόσο τον νοσταλγικό της 60χρονης παρουσίας του Μπέργκμαν στα πλατό ή στο σανίδι όσο και τον ιχνηλατικό της επιδραστικής μέχρι σήμερα αισθητικής του.

Ενα γράμμα αγάπης μιας καλλιτέχνη, με άλλα λόγια, στον εικονοκλάστη που της καθόρισε τη ζωή. Το οποίο, πάντως, δε συνεπάγεται απαραίτητα και μια ταινία «αγαπησιάρικη». Όσο σπουδαίος κινηματογραφιστής ήταν ο Μπέργκμαν, άλλο τόσο δύσκολη προσωπικότητα υπήρξε. Κι αυτή την περιπλοκή υπογραμμίζουν όλοι όσοι περνούν μπροστά από τον φακό της φον Τρότα, συγγενείς, κινηματογραφιστές και ηθοποιοί. Από την Λιβ Ούλμαν, την Γκούνελ Λίντμπλομ ή την Γκάμπι Ντομ μέχρι τον Ολιβιέ Ασαγιάς, τον Ζαν-Κλοντ Καριέρ, τον Ρόμπερτ Όστλουντ ή τον Κάρλος Σάουρα.

Η αντίστιξη είναι οργανική, συντελείται μέσα στον ίδιο τον λόγο τους. Απ’ όλες τις εξυμνητικές του μυαλού, του έργου και της επιρροής του Μπέργκμαν μαρτυρίες δεν υπάρχει μία που να μην αναφέρεται σε τουλάχιστον ένα –και γερό- ανθρώπινο ντεφό του. Ναι, τα θεατρικά του δημιούργησαν σχολή, αφού όμως υποχρέωνε τους ηθοποιούς να τα προβάρουν σε σκοτεινά υπόγεια στους 12 βαθμούς κελσίου. Βεβαίως και σκιαγραφούσε πάντα στις ταινίες του γυναίκες σύνθετες κι απελευθερωμένες, αρκεί να τις παραμύθιαζε πως θα εμφανίζονταν ντυμένες. Προτιμούσε τα πλατό από την οικογένειά του, και τους ηθοποιούς από τα ίδια του τα παιδιά, μας λέει ο γιος του Ντάνιελ πως του είχε ομολογήσει. Και εν τέλει, πώς γίνεται ένας τόσο σχολαστικός μελετητής της «ανθρώπινης κατάστασης» να τα πηγαίνει τόσο άσχημα με την ανθρώπινη επαφή;

Την απορία έχουν λίγο έως πολύ όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι, μαζί φυσικά και η σκηνοθέτις. Αλλά δεν μπορούν παρά να την υποδηλώσουν μέσα από λόγια θαυμασμού και δέους που αδιαμφισβήτητα αναλογούν σε τούτο τον ιδιοφυή ερευνητή της μεταφυσικής ενοχής, του υπαρξιακού άγχους και της διαπροσωπικής απελπισίας (με αυτή τη σειρά), του οποίου, παρεμπιπτόντως, καθόλου δεν τού φαίνεται η ενασχόληση με τα εν λόγω θέματα, αν κρίνουμε από τις ορεξάτες και χαμογελαστές του τηλεοπτικές συνεντεύξεις που η φον Τρότα ενθέτει καίρια στο υλικό της.