Κάτω από έναν αφύσικα πυρακτωμένο ήλιο και μέσα στους ασφυκτικούς τοίχους μιας τάξης του φημισμένου λυκείου του Αγίου Ιωσήφ, ένας καθηγητής ανοίγει το παράθυρο και επιχειρεί μια βουτιά στο κενό, μπροστά στους εμβρόντητους μαθητές του, μια τάξη αποτελούμενη από χαρισματικά παιδιά, «διανοητικά ανεπτυγμένα», όπως αποκαλούνται στο σχολείο. Τα αίτια της πράξης του παραμένουν άγνωστα, όταν προσλαμβάνεται ως αντικαταστάτης του ο σαραντάχρονος Πιερ Χοφμάν, ο οποίος παράτησε τις σπουδές του κι επανήλθε με καθυστέρηση για να ολοκληρώσει το διδακτορικό του στον Κάφκα.

Ο νέος δάσκαλος νομίζει πως έχει απέναντί του μια τυπική τάξη, παρά τις προειδοποιήσεις του διευθυντή για το προχωρημένο επίπεδο, γρήγορα όμως έρχεται αντιμέτωπος με μια ολιγομελή ομάδα εφήβων, η συμπεριφορά των οποίων είναι το λιγότερο αλλόκοτη. Δεν είναι μόνο η διανοητική υπεροψία με την οποία του συμπεριφέρονται, ενημερώνοντάς τον ότι ήδη καλύπτουν την ύλη της επόμενης χρονιάς και ότι δε θέλουν να χάσουν άλλο χρόνο μετά το συμβάν με τον προηγούμενο καθηγητή τους, ούτε οι άβολες ερωτήσεις που του κάνουν. Αποκομμένα από όλο το υπόλοιπο σχολείο και τους συμμαθητές τους, αυτά τα παιδιά περνούν το χρόνο τους αποκλειστικά μετάξύ τους και επιδίδονται σε δραστηριότητες που μοιάζουν περισσότερο με τις ανατριχιαστικές τελετουργίες μιας σέχτας.

Τι κρύβεται, όμως, πίσω από αυτή τη συμπεριφορά; Είναι αποτέλεσμα του σοκ από τη μαρτυρία της απόπειρας αυτοκτονίας του καθηγητή τους; Είναι αντίδραση στην εχθρική συμπεριφορά των συμμαθητών τους που φτάνει μέχρι το bullying σε βάρος τους; Είναι απλώς το καπρίτσιο μιας παρέας εξαιρετικά (και πρώιμα) διανοητικά αναπτυγμένων εφήβων; Ή κρύβεται πίσω από όλο αυτό ένα σατανικό και μοχθηρό σχέδιο που πρόκειται να αποκαλυφθεί σύντομα; Ο Πιερ Χοφμάν αποφασίζει να αναζητήσει τα αίτια, όσο όμως προσπαθεί να προσεγγίσει τους μαθητές του, βυθίζεται ο ίδιος ακόμα περισσότερο σε έναν εφιάλτη ικανό να τον οδηγήσει στην ίδια απονενοημένη πράξη με τον προκάτοχό του.

Δύο χρόνια μετά την απρόσμενα cult επιτυχία (τουλάχιστον εντός συνόρων της Γαλλίας) του «Irréprochable» της πρώτης του μεγάλου μήκους ταινίας, ο Σεμπαστιάν Μαρνιέ επιστρέφει με «Το Τελευταίο Μάθημα», σαφώς πιο φιλόδοξος και τολμηρός, με ένα εσχατολογικό ψυχολογικό θρίλερ που ξεκινάει από τις εξουσιαστικές σχέσεις που αναπτύσσονται στους τέσσερις τοίχους μιας σχολικής αίθουσας για να επεκτείνει τον προβληματισμό του σε κοινωνιολογικές, παιδαγωγικές, υπαρξιακές και …μετα-αποκαλυπτικές διαστάσεις, που διευρύνουν εκ των πραγμάτων υπερβολικά το όραμα του σκηνοθέτη και (μάλλον αναμενόμενα) τον αποπροσανατολίζουν, παρά την πολλά υποσχόμενη και σοκαριστική έναρξη και το υπαινικτικό κλίμα αγωνίας που καταφέρνει να δημιουργήσει με τη βοήθεια των ατμοσφαιρικών ηλεκτρονικών ηχοχρωμάτων του Ζόμπι Ζόμπι στη μουσική επένδυση και τη δυσοίωνη και κολλώδη διεύθυνση φωτογραφίας του Ρομάν Καρκανάντ.

Κι ενώ στην αρχή σκιαγραφεί αποτελεσματικά την α(δι)όρατη απειλή αυτής της ομάδας των εξαιρετικά χαρισματικών παιδιών ως αποτέλεσμα τόσο των υπερβολικών απαιτήσεων ενός παρηκμασμένου εκπαιδευτικού συστήματος, όσο και της εχθρικής αντιμετώπισης ενός μικρόκοσμου που βολεύεται στο μέτριο και αρνείται το κάθε τι ξεχωριστό. η ταυτόχρονη κάθοδος του καθηγητή Χοφμάν στην παράνοια οδηγεί τον Μαρνιέ σε εύκολες λύσεις και προφανείς συμβολισμούς, όπως την εμφάνιση των (ολοένα και αυξανόμενων) κατσαρίδων στο διαμέρισμα του καθηγητή, σε έναν μάλλον άχαρο παραλληλισμό με τον Γκρέγκορ Σάμσα.

Ενδεικτικό, μάλιστα, της αμηχανίας του Γάλλου σκηνοθέτη και σεναριογράφου (ο οποίος βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο του Κριστόφ Ντιφοσέ) να κορυφώσει πειστικά και αληθοφανώς την ιστορία του και να συνδυάσει τόσο τη λογική εξήγηση του μυστηρίου, όσο και μια πιο αμφίσημη ανατροπή, είναι το ουσιαστικά διπλό φινάλε, το οποίο αρχικά (προσ)γειώνει απότομα τις προσδοκίες με μια συμβατική κατάληξη και μετά μοιάζει να αποδομεί όλα όσα προηγήθηκαν. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και παρά τις όποιες ενστάσεις, ειδικά στο δεύτερο μέρος, το «Τελευταίο Μάθημα» του Σεμπαστιέν Μαρνιέ έχει τη μεταδοτικότητα που απαιτείται για να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή και αφήνει πολλές υποσχέσεις για ένα μελλοντικό «αιέν αριστεύειν» από τον αναμφίβολα ταλαντούχο σκηνοθέτη.