Δεν χρειάζεται να γνωρίζεις το παρελθόν του Μαρτέν Προβόστ για να υποψιαστείς πως το «Μικρά Βήματα» είναι μια ταινία που βασίζεται πρωτίστως στην υπεροχή των πρωταγωνιστριών του, των δύο υπέροχων Κατρίν – Φροτ και Ντενέβ – εδώ στην πρώτη τους κοινή εμφάνιση στο σινεμά.
Κι όμως, όποιος έχει δει το προ δεκαετίας «Χάρισμα της Σεραφίν» - την πιο διάσημη ταινία του ως σκηνοθέτη – με την εκπληκτική ερμηνεία της Γιολάντ Μορό, ξέρει πως πίσω από τις σπουδαίες γυναίκες που βρίσκονται στο κέντρο των ταινιών του κρύβεται πάντα και το βλέμμα σε ένα κόσμο που φλερτάρει ελαφρά με το παράδοξο μιας απόλυτα συμβατικής καθημερινότητας.
Αυτό συμβαίνει και στα «Μικρά Βήματα», καθώς ο Προβόστ κάνει μια βόλτα σε ένα διαφορετικό κι όμως τόσο γνώριμο Παρίσι με οδηγούς τις δύο πρωταγωνίστριές του και τη δική τους αναπάντεχη διαδρομή προς τη συμφιλίωση.
Η ιστορία ξεκινάει με την Κλερ, η οποία εργάζεται ως μαία σε ένα νοσοκομείο, το οποίο κλείνει για να δώσει τη θέση του σε ένα υπερσύγχρονο κέντρο γεννήσεων που δεν απαιτεί πια από την ίδια την προσωπική της επαφή με τη μέλλουσα μητέρα ή το ίδιο το νεογνό. Η απόφαση για το μέλλον της καριέρας της είναι δύσκολη, όπως και η συμφιλίωσή της με την απόφαση του γιού της να εγκαταλείψει τις σπουδές του στην ιατρική και να γίνει πατέρας. Μοναδική της διέξοδος είναι ένας κήπος που διατηρεί στις όχθες του Σηκουάνα, εκεί όπου έρχεται σε επαφή με τον εαυτό της, ανιχνεύοντας και την ευχάριστη συντροφιά (φλερτ;) του φορτηγατζή γείτονά της.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο της ζωής της, η Κλερ θα δεχθεί ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα από το παρελθόν. Είναι η Μπεατρίς, η πιο περιπετειώδης ερωτική σχέση του πρωταθλητή στην κολύμβηση πατέρα της, η οποία βρίσκεται στο Παρίσι και θέλει οπωσδήποτε να επανορθώσει για το γεγονός ότι η Κλερ τη θεωρεί υπεύθυνη για το θάνατο του πατέρα της. Η επαφή τους θα είναι εκρηκτική, αφού η Μπεατρίς είναι το ακριβώς αντίθετο από την Κλερ: μια γυναίκα που δεν λογαριάζει τίποτα, ξοδεύει αλόγιστα τα όσα χρήματα κερδίζει από το τζόγο και αδιαφορεί επιδεικτικά για το γεγονός ότι ένας όγκος στον εγκέφαλο την κάνει ήδη να μετράει μέρες ζωής.
Τίποτα το πολύ πρωτότυπο δεν συμβαίνει από αυτή τη στιγμή και μετά στην ταινία του Προβόστ, εκτός από το γεγονός ότι οι δύο Κατρίν συναγωνίζονται σε tour de force σκηνών που διασχίζουν όλα τα πιθανά κινηματογραφικά είδη που βρίσκονται ανάμεσα στην κωμωδία μέχρι το δράμα – η Φροτ παίζοντας με το βλέμμα και τη συστολή του σώματός της και η Ντενέβ με τη γενναιοδωρία μιας γυναίκας που αγνοεί το βάρος του σωματός της και γνωρίζει ότι μπορεί ακόμη να χρησιμοποιήσει προς πάσα κατεύθυνση τη γοητεία της.
Οι δυό τους μετατρέπουν μια απλή (και σε στιγμές κλισέ και αφελή) ιστορία χειραφέτησης, συμφιλίωσης και συντροφικότητας σε μια διαδρομή επιβίωσης – που δεν εξαντλείται μόνο στην υπέροχη σεναριακή ιδέα της μαίας που γνωρίζει μόνο να δίνει ζωή και καταρρέει μπροστά στην ιδέα του θανάτου, αλλά απλώνεται στις μικρές σκηνές τους καθώς διασχίζουν τις υποβαθμισμένες γωνιές του Παρισιού, καθώς συμφιλιώνονται και οι δύο με τα λάθη και τις παραλείψεις τους, καθώς γνωρίζουν η μία την άλλη για να ανακαλύψουν πως όσα τις ενώνουν μπορεί να είναι περισσότερα από όσα τις χωρίζουν.
Ενα (ερωτικό και όχι ταυτόχρονα) φιλί τους στο στόμα προς το τέλος της ταινίας γίνεται μια από τις πιο δυνατές στιγμές μιας ανθρώπινης ταινίας που παίζει με τους κύκλους της ζωής που κλείνουν και αυτούς που ανοίγουν αλλά και όλα τα μικρά ή μεγάλα βήματα που πρέπει να κάνεις ενδιάμεσα αν θες να μην μείνεις για πάντα στο παρελθόν.