Αθήνα, 21ος αιώνας. Μία πόλη όπου οι λαϊκές εξεγέρσεις, η κρίση, οι άστεγοι, οι άνεργοι την έχουν μετατρέψει σε αφιλόξενο τόπο. Από μία ανοιχτή τηλεόραση ο παρουσιαστής φτύνει τις ειδήσεις τρομοκρατώντας ακόμα περισσότερο τον κόσμο: τι συμβαίνει και καθημερινά εξαφανίζονται πολίτες από τα σπίτια τους; Ποιος ευθύνεται;

Η Μαρία είναι μία 40χρονη γυναίκα, εγκλωβισμένη σ' έναν γάμο με τον πολύ μεγαλύτερό της Δημήτρη και με δύο παιδιά. Ο Λουκάς είναι ένας συνομίληκός της άντρας, ο οποίος άνεργος και πνιγμένος στα χρέη, μένει σε μία άλλη γειτονιά της Αθήνας με την μητέρα του και τον μικρότερό του αδελφό. Μία μέρα ανοίγουν την πόρτα και φεύγουν. Τριγυρίζουν στην πόλη, χαμένοι, συναντώντας άλλες φορές τις επιθυμίες κι άλλες τους εφιάλτες τους.

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Δημήτρη Μπαβέλλα, το οποίο έκανε την πρεμιέρα του στο διαγωνιστικό τμήμα του Διεθνούς Φεστιβάλ του Σαράγιεβο, είναι κατασκευασμένο ως ένα μεταποκαλυπτικό b movie θρίλερ. Κινηματογραφημένη σε 16mm ασπρόμαυρο φιλμ (αξιοπρόσεχτη η δουλειά του Γιάννη Φώτου στη φωτογραφία) η Αθήνα της ταινίας είναι ένας κρανίου τόπος: κατοικείται από Ελληνες και μετανάστες, οι οποίοι νιώθουν ισόποσα ανεπιθύμητοι. Ανεργοι, εγκλωβισμένοι, δυστυχείς, ξένοι. Οι μόνες φωνές που ακούγονται είναι αυτές των τηλεοράσεων, ή των τραπεζικών υπαλλήλων που τηλεφωνούν καθημερινά, ρομποτικά σχεδόν, για να υπενθυμίσουν στον κόσμο τα συσσωρευμένα χρέη.

Ο Μπαβέλλας χτίζει ένα σουρεαλιστικό ταξίδι-δρόμου, μία ταινία-φαντασίας με άξονα την συμβολική έξοδο των απελπισμένων κατοίκων από το μητροπολητικό αδιέξοδο. Πατώντας πάνω σε cult κινηματογραφικές αναφορές του σινεμά είδους των 60ς και 70ς, η Μαρία κι ο Λουκάς παρουσιάζονται να περπατούν υπνωτισμένοι, εξερευνώντας την Αθήνα με μία εξωγήινη μελαγχολία. Μία πόλη που κανείς δεν αναγνωρίζει πια. Αφανισμένη, χτυπημένη από ανίατη, καλπάζουσα πανδημία.

Ο Μπαβέλλας διαθέτει ένα αρκετά ενδιαφέρον βλέμμα, τα κάδρα του έχουν άποψη, στιλ και σε στιγμές ποίηση. Αποτυπώνουν την Αθήνα με μία βουβή κραυγή αγωνίας, με κριτικό βλέμμα και ταυτόχρονη αγάπη. Η επιλογή του ασπρόμαυρου, εκτός από την genre υφή της, εξηγείται κι από τα πρώτα πλάνα: στις ρετρό ελληνικές ταινίες, η Αθήνα καταγραφόταν σε ασπρόμαυρο σελιλόιντ, νοσταλγικά, ρομαντικά. Σήμερα, ο Μπαβέλλας θα μας τη δείξει γυμνή, αφανισμένη, χωρίς χρώμα κι ελπίδα.

Μία ωραία ιδέα, μία εύστοχη κοινωνικοπολιτική αλληγορία, η οποία όμως εξαντλείται γρήγορα. Τα σύμβολά της είναι ευδιάκριτα από το πρώτο μισάωρο και μετά, μοιραία, επαναλαμβάνονται: το κοριτσάκι μεταναστών που είναι όσο ξένο και όσο ελληνόπουλο, όσο και οι ήρωες. Ο μαυροντυμένος άγγελος που κυνηγά τον Λουκά για τα χρέη του. Η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα της Μαρίας. Τα παιδιά που κοροϊδεύουν την τηλεόραση. Ο γελοίος νοικοκυραίος μαγαζάτορας. Η ακόμα πιο φαιδρή αστυνομία. Ο Μπαβέλλας επιμένει να διατηρεί τη ληθαργική ατμόσφαιρα της στιλιζαρισμένης φόρμας, όμως το σενάριο που ξεκινά με μία ανατρεπτική υπόσχεση, δεν είναι αρκετά δυνατό για να σε κρατήσει. Η αφήγηση κυλάει χλιαρά κι αμήχανα, λείπει ένας σφιχτός, παλλόμενος ρυθμός κι η εξέλιξη της πλοκής περισσότερο αδυνατίζει την ιδέα, παρά την κλιμακώνει.

Παρόλα αυτά, το «Runaway Day» διαθέτει ένα έντονο κινηματογραφικό στιλ και μία ποπ μελαγχολία που σε πλημμυρίζει και την κουβαλάς.

Runaway Day Mood Trailer #3 (2013) from Dimitris Bavellas on Vimeo.