Ενα ποτάμι σύνορο. Στην όχθη του ένα φονικό ναρκοπέδιο, που μια διμοιρία φαντάρων ναρκαλιευτών προσπαθεί να το καθαρίσει. Ενας από αυτούς ο Γιάννης, σκορπά γύρω του τη φήμη ότι γητεύει το Κακό και ξετρυπώνει τον θαμμένο θάνατο εκεί, όπου τα μηχανήματα δεν μπορούν να βοηθήσουν. Τα βράδια συμμορίες περνούν παράνομους μετανάστες από το ποτάμι και κάποιες ώρες το ναρκοπέδιο λύνει τη σιωπή του μέσα στη νύχτα. Μια νέα γυναίκα, η Χρύσα, περνάει απέναντι τα παιδιά των εξαθλιωμένων. Οταν συναντήσει το Γιάννη, θα βρει την αφορμή να ξεφύγει από τη ζωή της και ο Γιάννης θα βρει το νόημα που έψαχνε μέχρι σήμερα.

Το να τοποθετήσεις μια ταινία στον Εβρο δεν μπορεί παρά να έχει τη σημασία του όταν αυτό γίνεται μέσα στην κρίση, ακριβώς τη στιγμή που η για πολλούς και όχι πάντα σωστούς λόγους ανοιχτή συζήτηση γύρω από τα «σύνορα», την «εθνική κυριαρχία», τους «φράκτες» και τη «μετανάστευση» σε αναγκάζει να γράφεις χρησιμοποιώντας παντού εισαγωγικά.

Η αλληγορία του Πάνου Καρκανεβάτου όμως δεν χωράει σε εισαγωγικά και ο Εβρος δεν είναι τυχαία ο βασικός πρωταγωνιστής της ιστορίας στις «Οχθες», όπως ακριβώς η Μακεδονία υπήρξε πρωταγωνίστρια στο «Μεταίχμιο» και στο «Χώμα και Νερό» και η Νίσυρος στο «Αθανασία: Καλά Κρυμμένα Μυστικά», μέρη – σταυροδρόμια για μια σειρά από ήρωες σε συνεχή αναζήτηση ταυτότητας.

Μόνο που εδώ, περισσότερο από όλες τις υπόλοιπες ταινίες του ο Καρκανεβάτος έχει να διαχειριστεί ένα τόπο που μέσα του κρύβει ανά πάσα στιγμή το θάνατο, ένα τόπο όπου το κάθε λάθος βήμα μπορεί να είναι και το τελευταίο, ένα τόπο που χρειάζεται την ανθρώπινη παρέμβαση για να καθαρίσει οριστικά και να μπορέσει ίσως κάποτε να γίνει ξανά φιλόξενος για όσους θα βρεθούν να τον πατήσουν.

Και με τον ίδιο τρόπο που ο αλαφροίσκιωτος ήρωάς του τρέχει χωρίς συναίσθηση του φόβου μέσα στο αχαρτογράφητο ναρκοπέδιο στην άκρη της Ελλάδας προκειμένου να βρει κάποιο νόημα στη ζωή του, έτσι και ο Καρκανεβάτος ξεχύνεται στην πιο φιλόδοξη ταινία της καριέρας του αψηφώντας τις νάρκες που νιώθεις πως παραμονεύουν σε κάθε βήμα, έτοιμες να να τινάξουν τα πάντα στον αέρα.

Με έναν εμφανή, αλλά όχι επιτηδευμένο τρόπο, οι «Οχθες» μοιάζουν με τον ήρωα τους σε περισσότερα από ένα σημεία: είναι το ίδιο ρομαντικές, το ίδιο βουβές, το ίδιο ποιητικές, αλλά ταυτόχρονα και το ίδιο γήινες, καθαρές και φορτισμένες από μια σκληρή απτή πραγματικότητα. Οσο ο Γιάννης διανύει τη διαδρομή από την άγνοια στη συνειδητοποίηση, τόσο ο Καρκανεβάτος ανεβάζει την ένταση σε ένα κλειστοφοβικό γουέστερν ανοιχτού τοπίου. Και όσο ο ήρωας του γίνεται και ο ίδιος ένα χαμένο παιδί σαν αυτά που περνούν καθημερινά τα σύνορα παραδομένα σε ένα αβέβαιο μέλλον, τόσο οι «Οχθες» γίνονται η ιστορία μιας ενηλικίωσης ενός αγοριού και μαζί μιας ολόκληρης χώρας.

Με μια συνεχή υποβόσκουσα αίσθηση απειλής, ο Καρκανεβάτος ακολουθεί τον Γιάννη καθώς αυτός μεταμορφώνεται σε ένα σύμβολο ανάμεσα σε δύο κόσμους – τις δύο πλευρές του ποταμού – που τελικά δεν διαφέρουν και πολύ. Οσες νάρκες κρύβονται από τη μία πλευρά, άλλες τόσες κρύβονται σε κάθε συναλλαγή της ανθρώπινης ελπίδας από την άλλη. Οση μοναξιά κρύβει μια στρατιωτική θητεία από τη μία πλευρά, άλλη τόση απλώνεται στα παράνομα ταξίδια προς μια καλύτερη ζωή από την άλλη. Οσο λαθραία είναι η μεταφορά ανθρώπων από τη μια πλευρά στην άλλη, τόσο λαθραία είναι και η υποδοχή τους από την άλλη.

Ο Καρκανεβάτος δεν είναι καταγγελτικός, ούτε διδακτικός. Αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι η διαδρομή/ενηλικίωση του ηρωά του, παρά ένα ντοκιμαντέρ πάνω στις συνθήκες της μετανάστευσης στο πιο βόρειο σύνορο της Ελλάδας. Μια διαδρομή που φωτίζεται από την καθαρή, σχεδόν εκτυφλωτική καθώς αντανακλά το ελληνικό φως φωτογραφία του Δημήτρη Κατσαΐτη και την οποία κουβαλά με συνέπεια και αξιώσεις στις δύσκολες δραματικές σκηνές ο Ανδρέας Κωνσταντίνου στο ρόλο του Γιάννη.

Αν οι «Οχθες» δεν γίνονται ποτέ συγκλονιστικές όσο η πραγματικά συγκλονιστική ιστορία τους, αυτό οφείλεται κυρίως στο γνώριμο αποστασιοποιημένο στιλ του Καρκανεβάτου (ευτυχώς εδώ περισσότερο στο υπαρξιακό μοτίβο του «Μεταίχμιο» και του «Χώμα και Νερό» και όχι στο εύκολο φολκλόρ της «Αθανασίας») που αποφεύγει τους μελοδραματισμούς αλλά απομακρύνει και το συναίσθημα. Αλλά και στην ασθενική ερωτική ιστορία που λειτουργεί περισσότερο ως σεναριακή ιδέα και λιγότερο ως κινηματογραφική αφήγηση προς την κατεύθυνση μιας κορύφωσης που θα οδηγούσε με περισσότερες εξουδετερωμένες νάρκες στο μελαγχολικό και ταυτόχρονα ελπιδοφόρο φινάλε.

Αφήνοντας την υπόσχεση για μια μεγάλη ταινία πάνω στην Ελλάδα της κρίσης να βρίσκει τελικά το πραγματικό της μέγεθος στην χωρίς εξάρσεις αφήγηση μιας διαδρομή που παρά τις αδυναμίες της μένει μαζί σου σαν κάτι που μοιάζει με μια μακρινή ιστορία που κάποιος σου διηγήθηκε, αλλά που μάλλον τη ζεις καθημερινά ακόμη χωρίς να το ξέρεις.