Ολα ξεκινούν την αυγή. Τρεις νεαροί σέρφερ δαμάζουν τα θηριώδη κύματα. Μερικές ώρες μετά, στην επιστροφή τους, συμβαίνει ένα ατύχημα. Οσο ο Σιμόν, ένας από αυτούς, βρίσκεται συνδεδεμένος στα μηχανήματα ενός νοσοκομείου με την ύπαρξή του να μοιάζει περισσότερο με παραίσθηση, στο Παρίσι, μία γυναίκα αναμένει μια μεταμόσχευση που θα της δώσει μια νέα ευκαιρία στη ζωή.

Αν υπάρχει κάτι που έκανε το «Suzanne» τόσο ξεχωριστό, αυτό ήταν η ενδιαφέρουσα αφηγηματική προσέγγιση που ακολούθησε η Κατέλ Κιλεβερέ στην ταινία, κυρίως όσον αφορά τον μη παραδοσιακό τρόπο που επέλεξε για να παρουσιάσει τους ήρωές της. Ευτυχώς, η ίδια φρέσκια ματιά είναι παρούσα και στις ατυχώς ελληνικά μεταφρασμένες «Δύο καρδιές» (ο αυθεντικός γαλλικός τίτλος αποδίδεται καλύτερα ως «Επιδιόρθωση των Ζωντανών»), το νέο φιλμ από την Γαλλίδα σκηνοθέτιδα, η οποία μαζί με μερικές ακόμα συντοπίτισσές της (όπως την σεναριογράφο των «Ατίθασων» Αλίς Βινοκούρ, την Ρεμπέκα Ζλοτοφσκί των «Belle Epine» και «Grand Central» και την Σελίν Σιαμά των «Κοριτσιών») προσπαθεί συντονισμένα να χρησιμοποιήσει τα παραδοσιακά «γαλλικά» κινηματογραφικά χαρακτηριστικά με έναν πιο μοντέρνο τρόπο, ενσωματώνοντας μια εξαιρετικά χρήσιμη γυναικεία ματιά στα όλα δρώμενα, για να αφηγηθεί ιστορίες που αναμιγνύουν τα είδη και χρησιμοποιούν χίλιες δυο επιρροές ώστε τελικά να τις ξεπεράσουν και να δημιουργήσουν κάτι εξωφρενικά πολυσχιδές αλλά και, ως του θαύματος, συμπαγές.

Εδώ η Κιλεβερέ ουσιαστικά παίρνει ένα ιατρικό δράμα τύπου «Grey's Anatomy» και το χωρίζει στα δύο για να αφηγηθεί δύο επιμέρους ιστορίες, εκείνη του δότη και εκείνη του ανθρώπου που δέχεται την μεταμόσχευση. Ταυτόχρονα, ντύνει την ταινία με την φανταστική μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά, φροντίζοντας να ενώσει τα δύο μέρη της αφήγησης στο κέντρο με ένα εκπληκτικό τρίλεπτο κοντσέρτο για πιάνο (γιατί μπορεί) θυμίζοντας κατά έναν περίεργο τρόπο τον «Χτύπο που Εχασε η Καρδιά μου» του Ζακ Οντιάρ, απλά αντικαθιστώντας τα γκανγκστερικά δρώμενα με τα επεισόδια στους διαδρόμους ενός νοσοκομείου. Στις «Δυο καρδιές» θα βρει κανείς την ίδια κλινική προσέγγιση στο δράμα, χωρίς περιττές υπερβολές ή εξάρσεις, αλλά και την προσπάθεια αποκάλυψης της πραγματικής συναισθηματικής ταυτότητας του κάθε ανθρώπου πίσω από την όποια ψυχρή συμπεριφορά μπορεί να παρουσιάζει.

Επιπλέον, η Κιλεβερέ κάνει διάσπαρτες απρόβλεπτες σκηνοθετικές επιλογές που αποδεικνύουν την πρόθεσή της (αλλά και την ικανότητά της) να ανατρέπει τις συμβάσεις. Για παράδειγμα, το πρώτο δεκάλεπτο με το δυστύχημα και τον τρόπο που τελικά αποτυπώνεται στην οθόνη προκύπτει αποστομωτικά λυρικό και απόκοσμο. Επίσης, το δέσιμο των δύο ιστοριών με το κοντσέρτο για πιάνο καταλήγει να προσφέρει έναν απρόσμενο συναισθηματικό πυρήνα στην ταινία, όσο παράταιρο κι αν μοιάζει από την υπόλοιπη αφήγηση. Επιπλέον, η οπτικοποίηση της φαντασίας και η αντιδιαστολή με την πραγματικότητα (αν και ακούγεται κλισέ), μέσα από την ματιά της Κιλεβερέ βρίσκει τον τρόπο να φαντάζει αρκούντως φρέσκο ώστε μέχρι να συνειδητοποιήσεις τι ακριβώς βλέπεις, η σκηνή να έχει ουσιαστικά τελειώσει (όπως το συμβάν με την Μόνια Τσόκρι στον ανελκυστήρα). Ολα αυτά ενισχύουν την εικόνα μιας σκηνοθέτιδας που έχει σαφείς επιρροές από το παρελθόν, αλλά προσπαθεί να βρει τον δικό της τρόπο ερμηνείας και τον δικό της τρόπο αφήγησης σε ένα σύγχρονο κινηματογραφικό περιβάλλον.

Γι' αυτό και είμαστε πρόθυμοι να της συγχωρήσουμε μερικές διάσπαρτες αφηγηματικές αστοχίες. Το εύρος των χαρακτήρων για παράδειγμα είναι τόσο μεγάλο, που αναγκαστικά κάποιοι προκύπτουν μη επαρκώς αναπτυγμένοι σε σχέση με τους κινητήριους χαρακτήρες των κεντρικών αφηγήσεων. Επιπλέον, το τέλος μερικών ιστοριών προκύπτει μάλλον απότομα ενώ σε άλλες περιπτώσεις η μελοδραματική παράμετρος προκύπτει μάλλον αφελής (αν και η σκηνή όπου ο Ταχάρ Ραχίμ κάνει πράξη την υπόσχεση που έδωσε στην μητέρα Εμανουέλ Σενιέ περιλαμβάνει μια ελαφριά κωμική νότα).

Αυτό που μένει όμως στο τέλος των «Δύο Καρδιών» είναι μια αφηγηματική φωνή που αξίζει να ακουστεί και η σκηνοθετική προσέγγιση από μια δημιουργό που φαίνεται πρόθυμη να κοιτάξει στο μέλλον, χωρίς να αποποιείται το παρελθόν. Το μεγάλο καστ μπορεί να αποπροσανατολίζει κατά στιγμές τον θεατή όσον αφορά την ουσιαστική αποτελεσματικότητα και επιδραστικότητα της ταινίας, όταν όμως το φιλμ τελειώσει, εύκολα συνειδητοποιεί κανείς πόσο καλή δουλειά έκανε ύπουλα η Κιλεβερέ για να διατηρήσει την ταινία καρφωμένη στη συλλογική μνήμη και μετά τους τίτλους τέλους.