Σε μια μαγική πόλη, που δεν έχει κινηματογραφηθεί όσο της αξίζει, εκτυλίσσεται η κατεξοχήν κινηματογραφική ιστορία – αυτή του boy meets girl. Ο Τζέικ και η Ματί είναι δύο αουτσάιντερ στην πόλη του Πόρτο που υπήρξαν κάποτε για λίγο μαζί. Μυστήριο καλύπτει τις στιγμές που μοιράστηκαν, και ψάχνοντας μέσα από άλλοτε χαρούμενες κι άλλοτε οδυνηρές αναμνήσεις, ξαναζούν την αιφνιδιαστική τους συνάντηση που σταμάτησε το χρόνο για μία νύχτα.
Μια μελαγχολική αίσθηση μοιάζει να ποτίζει την πόλη του Πόρτο σαν την υγρασία από το ποτάμι που την διατρέχει κι αυτή η αίσθηση παίρνει σάρκα κι οστά στην γοητευτική, ράθυμη ταινία του Γκέιμπ Κλίνγκερ.
Το «Πόρτο» είναι ένα ερωτικό γράμμα στην saudade, την βαθιά μελαγχολία της απουσίας, στην ιδέα των όσων μπορούσαν να υπάρξουν, στο αποτύπωμα που αφήνει μια σύντομη συνάντηση που σε σημαδεύει για πάντα. Την ίδια στιγμή είναι ένα ερωτικό γράμμα στο ίδιο το σινεμά, στην φόρμα και την αίσθηση των εικόνων που χάνονται, γυρισμένο σε φιλμ και δομημένο σε τρεις διαφορετικούς χρόνους, με ένα διαφορετικό φορμά (8mm, 16mm και 35mm) να σηματοδοτεί κάθε ένα από αυτά.
Η επιλογή θα μπορούσε να μοιάζει απλά με τρικ, μα λειτουργεί εξαιρετικά χάρη στις εξαιρετικές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών, του Αντον Γέλτσιν που έδειχνε ήδη να βρίσκεται στον δρόμο για μια βαθύτερη και ουσιαστική καριέρα πριν πεθάνει άδοξα και πρόωρα και της Λουσί ΛΙκάς που μεταμορφώνει την αισθησιακή Γαλλίδα της σε κάτι παραπάνω από ένα απλό αντικείμενο του πόθου.
Η ιστορία του ρομάντζο του δεν είναι ακριβώς πρωτότυπη, αλλά ο τρόπος που ο Κλίνγκερ την αφηγείται και κυρίως την κινηματογραφεί δίνει στο υλικό του την αίσθηση ενός άχρονου ρομάντζου, μιας ιστορίας της οποίας η συναισθηματική παλέτα αντηχεί με κάποιο τρόπο απόλυτα αληθινή σε όλους όσους έζησαν ή φαντασιώθηκαν έναν εν δυνάμει μεγάλο έρωτα.
Η φθαρμένη πόλη στην οποία η ιστορία διαδραματίζεται, το «παλιομοδίτικο» υλικό στο οποίο κινηματογραφείται, οι προσεκτικές σκηνοθετικές επιλογές, η γλυκόπικρη μελαγχολία που την διαποτίζει κάνουν το «Πόρτο» να μοιάζει την ίδια στιγμή σαν ένα μεγαλόπνοο κλασσικό κινηματογραφικό ρομάντζο και μαζί μια σινεφίλ αποδόμηση του. Πιθανότατα αν ήταν περισσότερο από το πρώτο και λιγότερο από το δεύτερο να ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό συναισθηματικά, μα ακόμη κι έτσι παραμένει κινηματογραφικά ερεθιστικό κι αναμφίβολα ελκυστικό.