Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το «Polina: Ο Χορός είναι η Ζωή μου» είναι ένας «Μαύρος Κύκνος» χωρίς τον ψυχολογικό τρόμο ή/και το body horror. Εναλλακτικά, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει την ταινία ένα art-house «Step-up» ή μια αφαιρετική εκδοχή ενός μουσικού pop δράματος τύπου «Fame». Σε κάθε περίπτωση, όμως, δύσκολα μπορεί να αποτυπώσει κάποιος ακριβώς το σύνολο των επιρροών του φιλμ, το οποίο λαμβάνει στοιχεία από τις μουσικές βιογραφίες, τις ιστορίες ενηλικίωσης και τον ευρωπαϊκό προσωποκεντρικό κινηματογράφο για να αφηγηθεί με μοναδικό τρόπο μια ιστορία που λίγο-πολύ πολλές φορές έχουμε ξαναδεί, αλλά λίγες φορές σε τόσο γοητευτική μορφή.
Γιατί το φιλμ συνδυάζει όλο τον ενθουσιασμό μιας μουσικής ταινίας, τις εντυπωσιακές χορογραφίες και το αβαντάζ της εξαιρετικά επιλεγμένης μουσικής, με μια αφήγηση που έχουμε συνηθίσει στις ευρωπαϊκές, χαμηλότονες ταινίες που στόχο έχουν την εξερεύνηση ενός χαρακτήρα σε σχέση με τους γύρω του και τον εαυτό του, προδίδοντας τόσο την ματιά του διάσημου χορευτή και χορογραφου συν-σκηνοθέτη Άντζελιν Πρελιοκάζ όσο και την γαλλική γραφή της κύριας υπεύθυνης για το σενάριο Βαλερί Μιλέρ, η οποία δίνει στην ηρωίδα της μια εξαιρετικά καλοδεχούμενη εσωτερικότητα που έρχεται σε σύγκρουση με την σωματική της εκφραστικότητα.
Από την Μόσχα των αρχών της δεκαετίας του 1990 και τα μαθήματα στη φημισμένη σχολή του Καθηγητή Μποζίνσκι μέχρι την κατάκτηση μιας θέσης στα μπαλέτα Μπολσόι και την εξέλιξη των καλλιτεχνικών ανησυχιών της Πολίνα, αρχικά στην Αιξ-αν-Προβάνς και στη συνέχεια στο μάλλον σκοτεινό Βέλγιο, η αφήγηση ακολουθεί την ηρωίδα της στους κρίσιμους σταθμούς της επαγγελματικής αλλά και προσωπικής της πορείας χωρίς να αναλώνεται σε περιττές λεπτομέρειες αλλά δίνοντας περισσότερο έμφαση στο γιατί παρά στο πώς.
Το σενάριο της Βαλερί Μιλέρ (ακολουθώντας μεν τον βασικό αφηγηματικό συναισθηματικό άξονα του ομώνυμου κόμικ του Μπαστιέν Βιβέ αλλά παίρνοντας αρκετές δημιουργικές ελευθερίες και κλείνοντας το μάτι τόσο στα «Κόκκινα Παπούτσια» των Πάουελ και Πρέσμπεργκερ όσο και σε ολόκληρο το σινεμά του Φρεν Αστέρ) διατηρεί πάντα στο επίκεντρο την Πολίνα, καταφέρνοντας μέσω μιας ελλειπτικής αφήγησης να δημιουργήσει ένα πλήρες ψυχογράφημα που, με αφορμή τον χορό, προσπαθεί να φτάσει βαθύτερα όσο η ίδια η ηρωίδα προσπαθεί να ανακαλύψει ποιο είναι το στυλ που πραγματικά την εκφράζει.
Ταυτόχρονα όμως, υπάρχει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σκηνοθετική αποτύπωση που δε διστάζει να κάνει τολμηρές αποφάσεις για να τονίσει τα κρίσιμα σημεία της ιστορίας. Υπάρχει μια σκηνή όπου οι Μιλέρ και Πρελιοκάζ, αντί να παρασυρθούν από την ένταση της στιγμής, παρακολουθούν ολόκληρη την οντισιόν της Πολίνα με την κάμερα καρφωμένη κάπου στον εξώστη. Υπάρχουν στιγμές που, αντί η σκηνοθεσία να καταφύγει σε ένα οργιαστικό μοντάζ, κρατά την κάμερα κολλημένη πάνω στις πουέντ ακολουθώντας μόνο τον ήχο που κάνουν όσο χτυπούν στο παρκέ. Στο δε φινάλε, για δέκα ολόκληρα λεπτά, οι σκηνοθέτες ακολουθούν την μουσική του Φίλιπ Γκλας σε μια χορογραφία που βάζει τα διάφορα κομμάτια της ιστορίας σε θέση, ανοίγοντας και κλείνοντας πόρτες σε παράλληλο μοντάζ, όσο η Πολίνα μιλάει ουσιαστικά για πρώτη φορά για τον εαυτό της μέσω της χορογραφίας της.
Η ταινία ανήκει ακριβώς σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου η ιστορία μπορεί να μοιάζει κοινή, ο τρόπος που την διηγούνται όμως οι σκηνοθέτες την κάνουν μοναδική, πρωτοποριακή και πρωτότυπη. Σίγουρα σε όλο αυτό βοηθά και η εμφάνιση αλλά και η εκφραστικότητα της Αναστάσια Σέβτσοβα. Σίγουρα ενισχύει τις εντυπώσεις και η εικοσάλεπτη απρόσμενη εμφάνιση της πάντα ατρόμητης Ζιλιέτ Μπινός στον ρόλο μιας δασκάλας σύγχρονου χορού. Το κυριότερο όμως μερίδιο της επιτυχίας βαραίνει τους ίδιους τους δημιουργούς, οι οποίοι με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα πράγματα, επανερμηνεύουν τα αφηγηματικά κλισέ και δίνουν μια φρέσκια ματιά σε τυποποιημένες και ανησυχητικά καθιερωμένες φόρμες.