Μερικά δευτερόλεπτα μέσα στο «Polar» αρκούν για να συνειδητοποιήσει κανείς χωρίς αμφιβολία ότι βρίσκεται στον συνήθη κόσμο του Γιόνας Οκερλουντ, ενός δηλαδή από τους πιο επιτυχημένους, σουηδικής καταγωγής, σκηνοθέτες βίντεο κλιπ των τελευταίων χρόνων.

Οι δουλειές του Οκερλουντ (ανάμεσά τους η διλογία «Paparazzi» και «Telephone» της Lady Gaga, το «Hold it Against Me» της Μπρίτνεϊ Σπίαρς αλλά και το, εχμ, «Pussy» των Rammstein) έχουν αποθεωθεί για την εικαστική τους εκκεντρικότητα, την φανταχτερά pop πολυχρωμία τους, την αισθητική τους επιθετικότητα αλλά και έναν έμφυτο σαρκασμό, ο οποίος πολλές φορές θολώνει τα όρια ανάμεσα στην αποδοχή των στερεοτύπων και την απογύμνωσή τους μέσα από την ακραία χρήση τους.

Polar 424

Ολα τα παραπάνω, συνοδευόμενα από τους υπερστιλιζαρισμένους τίτλους που δείχνει επίσης να προτιμά ο Οκερλουντ, αποτελούν χαρακτηριστικά του «Polar» και μάλιστα στον υπερθετικό βαθμό, σαν μια προσπάθεια του σκηνοθέτη επιβεβαίωσης της ταυτότητάς του σε ένα νέο μέσο, όπου βέβαια πέρα από την αισθητική αρτιότητα απαιτείται και αφηγηματική ικανότητα (στοιχείο βέβαια που δε θα έπρεπε να αποτελεί εμπόδιο για τον Οκερλουντ καθώς τα περισσότερα από τα κλιπ του λειτουργούν ως – μουσικά – φιλμ μικρού μήκους).

Ηδη από την πρώτη σκηνή της ταινίας, τα πάντα δείχνουν να προμηνύουν μια pop φαντασίωση. Εντονες χρωματικές αντιθέσεις, κοφτά πλάνα που προσδίδουν στην αφήγηση έναν κοφτό και γρήγορο ρυθμό, στυλιζαρισμένη βία που δε δείχνει μα περιορίζεται από τις συμβάσεις και μια γκροτέσκα ματιά πάνω στα στερεότυπα, με κάθε χαρακτήρα να αποτελεί ουσιαστικά και ένα κινούμενο κλισέ στην πορεία προς την αναπόφευκτη τιμωρία του, δημιουργούν υποσχέσεις για κάτι αναπολογητικά σπιντάτο, ακραίο και fun.

Polar 424

Η (βασισμένη στο ομώνυμο webcomic υπόθεση) της ταινίας παρακολουθεί τον εξαιρετικά αποτελεσματικό εκτελεστή «Μαύρο Κάιζερ» στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης, λίγο πριν τα πεντηκοστά του γενέθλια. Μόνο που η «Damocles», η οργάνωση για την οποία δούλευε τόσα χρόνια, έχει διαφορετικά σχέδια. Με στόχο να αποφύγει την πληρωμή του υπέρογκου ποσού που του οφείλει για τις υπηρεσίες του, ο πρώην εργοδότης του Κάιζερ στέλνει μια ομάδα νέων εκτελεστών για να τον βγάλει από την μέση, όσο το υποτιθέμενο ανυποψίαστο θύμα κάνει προετοιμασίες για τις επερχόμενες ήσυχες μέρες του, μακριά από τον πολύβουο πολιτισμό και πολύ κοντά σε μία νεαρή κοπέλα που προσπαθεί να ξεπεράσει τα τραύματα του παρελθόντος της.

Ολο αυτό δίνει στον Οκερλουντ την ευκαιρία να στήσει μία σειρά από υπερβίαιες σκηνές, να αποτυπώσει στην οθόνη φιγούρες που συνορεύουν με την καρικατούρα και να αφήσει στην άκρη κάθε έννοια του μέτρου για να δημιουργήσει κάτι που μπορεί να τιμά μεν οπτικά τις comic απαρχές της ιστορίας (έχει ενδιαφέρον που η αρχική online εκδοχή της ιστορίας, πριν μεταφερθεί και σε έντυπη μορφή, δεν είχε καν διαλόγους) αλλά στην πορεία δείχνει να χάνει τον δρόμο, εγκλωβίζοντας τελικά τον σκηνοθέτη σε ένα αυτοαναφορικό κελί που εκθέτει τις αδυναμίες του ανεπανόρθωτα.

Polar 424

Mε το να βασίζεται υπερβολικά στις ήδη αποδεδειγμένες δυνάμεις του, ο Οκερλουντ στην πραγματικότητα ξεχνά να προσθέσει στις επόμενες δύο ώρες έστω και μια ελάχιστη δόση αλήθειας στους χαρακτήρες του, να επιδιώξει μια έστω τυπική αφηγηματική συνοχή στα επιμέρους επεισόδια της ιστορίας του και, το κυριότερο, να προσδώσει ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον για τον ηθικό κορμό της αφήγησης, γεγονός που αφήνει τις όποιες ανατροπές ξεκρέμαστες και τελικά χωρίς συναισθηματικό αντίκτυπο.

Polar 424

Πόσες φορές μπορεί να δει κανείς μια σφαίρα να καταλήγει σε ένα κεφάλι; Πόσες φορές μπορεί να αντέξει μια επίτηδες ακραία εκφραστική αντίδραση; Πόσες φορές μπορεί να βρει ενδιαφέρον ένα οπτικό ειρωνικό τρικ πριν συνειδητοποιήσει την κενότητα που υπάρχει από κάτω; Αλλά πάνω από όλα, πόσες φορές μπορεί να δει κανείς ένα στερεότυπο να μετατρέπεται σε κάτι καρτουνίστικα φρικαλέο (η γυναίκα ως αντικείμενο του σεξ, η χρήση του γυμνού σε αντιπαραβολή με την βία, η σύνδεση σωματικών ιδιαιτεροτήτων με την νοητική αστάθεια) για να συνειδητοποιήσει τελικά ότι ο τρόπος της ταινίας μάλλον αγκαλιάζει παρά γκρεμίζει τα κλισέ;

Σίγουρα ο Μαντς Μίκελσεν δε δυσκολεύεται στην αποτύπωση του λιγομίλητου, αυστηρού ήρωά του, όπως και η Βανέσα Χάτζενς εύκολα βρίσκει τον τρόπο (παρά τον ανύπαρκτο ουσιαστικά της ρόλο) να προσδώσει ευαισθησία σε μία αφήγηση που μοιάζει να αγνοεί πλήρως τον όρο. Ο συνεχής όμως θόρυβος, η επανάληψη των ίδιων τρικ και η πλήρης αποδοχή και απεικόνιση της βίας (με έναν σαδιστικό και φτηνό σχεδόν τρόπο που θυμίζει έντονα την φιλμική δεκαετία του 1990) κάνουν το τελικό αποτέλεσμα κουραστικό, θολό και μάλλον άνευρο, όσο κι αν φωνάζει ή γκρεμίζει πράγματα για να κάνει «αιχμηρή» την αφήγησή του.

Παίρνοντας αφορμή από μια χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας και παραφράζοντας την γνωστή ρήση, «ο εκτελεστής ήταν γυμνός»