Το γεγονός ότι ένας Βρετανός σεναριογράφος και σκηνοθέτης (βραβευμένος με BAFTA για μικρού μήκους ταινία), μιλά για τα αδιέξοδα των 25χρονων στην υπό κρίση Ισπανία, αποδεικνύει από μόνο του όσα η ταινία θέλει να πει: η παγκοσμιοποίηση είναι, περισσότερο, μια παγκόσμια, ή πανευρωπαϊκή, κοινότητα μελαγχολικών νεαρών ανέργων.

Πολυβραβευμένος στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του στη μεγάλη μήκους (φεστιβάλ Εδιμβούργου, Βρυξελλών, Ζυρίχης, Κιέβου), ο Σάροκ στήνει - στην κυριολεξία, ακίνητη - την κάμερά του στη χώρα των Βάσκων, απέναντι από τον Γκόρκα, έναν 25χρονο που εκπαιδεύεται, χωρίς αμοιβή, σε τοπικό εργοστάσιο, ενώ μένει ακόμα με τους γονείς και τον παππού του, μην μπορώντας να νοικιάσει δικό του σπίτι, ή ν' αγοράσει, έστω, ένα αυτοκίνητο για στιγμές ιδιωτικές.

Το αίσθημα και τα πρακτικά προβλήματα τού εγκλωβισμού του θα ενταθούν, όταν ο Γκόρκα γνωρίσει την Ανε, ομοίως άνεργη ιστορικό τέχνης που μαθαίνει αγγλικά, ευελπιστώντας να βρει δουλειά. Οι δυο τους μοιάζουν ν' αρχίζουν να ερωτεύονται, όμως αναγκάζονται να βρίσκονται μόνο σε δημόσια μέρη, από καφέ και γήπεδα, ως τα «πικαδέρος», τις απανταχού αλάνες όπου παρκάρουν τ' αυτοκίνητα για να φασωθούν οι επιβάτες. Ποια αυτοκίνητα;

Η αισθητική τού Σάροκ έχει σιγουριά και άποψη, ακόμα και... υπερβολική άποψη. Ο ρυθμός του είναι ήρεμος, με σταθερά, ακίνητα πλάνα όπου η κάμερα κοιτάζει κατάματα, με ελαφρά ειρωνεία και συμπόνοια, τους ήρωες. Το χιούμορ του είναι φίλος του Τζιμ Τζάρμους, μια τρυφερά κωμική ματιά στην αδεξιότητα, υποτονική, μαγνητική, ξεκαρδιστική μ' αυτό το αμετάφραστο «deadpan» ύφος που σπάει κόκαλα και καρδιές.

Τα κάδρα του είναι επιμελημένα στον ύψιστο βαθμό, με προσεγμένα backgrounds σε παστέλ χρώματα, με αυστηρή αρχιτεκτονική, με αντικείμενα που κάνουν το χιπστερόμετρο να χτυπά κόκκινο, σεμενεδάκια, κασσέτες και κασσετόφωνα, ένα μοδάτο ρετρό που κάτι αφαιρεί από την αμεσότητα των χαρακτήρων και της ζωής τους.

Είναι, όμως, οι δυο πρωταγωνιστές τόσο ζεστοί και οικείοι, η ιστορία τους τόσο πραγματική και ρομαντική ταυτόχρονα, που η γλυκύτητα της ταινίας υπερβαίνει την αισθητική της, καταλήγοντας σ' ένα φινάλε που απογειώνει τη συμπάθεια και τη ματαιότητα. Ο Γκόρκα και η Ανε είναι το ήσυχο τώρα, ένα δυνάμει ζευγάρι που βλέπει τις επιλογές ζωής του να καθορίζονται από τα χρήματα, συγκεκριμένα από την απουσία τους, στην Ευρώπη της αβεβαιότητας και της δυσκολίας. Κι ας εύχονται τα πράγματα να ήταν τουλάχιστον σαν παγωτό φράουλα: απλά, νόστιμα, αλλά όχι και βανίλια.