Πάτερσον, Νιου Τζέρσεϊ. Στην μικρή βιομηχανική πόλη ο Πάτερσον (ναι, έχει το ίδιο όνομα με τη γενέτειρά του) περνά τις μέρες του με την ίδια ρουτίνα. Ξυπνά κάθε πρωί στις 6.15, στην αγκαλιά της νεαρής περσίδας γυναίκας του. Την κοιτά να κοιμάται, τη φιλά, ψιθυρίζουν μικρές κουβέντες κι εκείνος σηκώνεται για να ντυθεί, να πάρει το κολατσό του και να περπατήσει τους δρόμους με τα πέτρινα εργοστάσια για να φτάσει στο γκαράζ των λεωφορίων - την αφετηρία της δουλειάς του. Είναι οδηγός του Νο 23 και κάνει κάθε μέρα την ίδια διαδρομή: από το κέντρο στους ιστορικούς καταρράκτες στην άκρη της πόλης. Λίγο πριν βάλει μπρος όμως, ο Πάτερσον παίρνει το μυστικό του τετράδιο και γράφει λίγους στίχους, ένα ακόμα ποίημα που δουλεύει στο μυαλό του στις βόλτες, τους δρόμους, τα όνειρά του. Επιστρέφοντας από τη δουλειά θα βρει τη γυναίκα του να επιδίδεται σε μία ακόμα καλλιτεχνική της έκφανση (είτε αυτή πρόκειται για ζαχαροπλαστική, ζωγραφική ή μαθήματα κιθάρας), θα περπατήσει ανόρεχτα το μπουλντόγκ τους, θα το δέσει έξω από το μπαρ της γειτονιάς και θα βρει τους ίδιους θαμώνες για να μοιραστούν τα νέα τους και μια μπύρα. Στο σπίτι θα διαβάσει λίγες σελίδες από το αγαπημένο του επικό ποίημα (το «Paterson» του Γουίλιαμς Κάρλος Γουίλιαμς ) θα σκαλίσει 2-3 στίχους ακόμα πριν κοιμηθεί και το τετράδιο θα κλείσει. Αύριο είναι μία άλλη μέρα...

Ο Γουίλιαμς Κάρλος Γουίλιαμς έγραψε το «Paterson», ένα ποίημα 86 στίχων, το 1926. Ομως βασίστηκε σε αυτό για να το αναπτύξει σε 5 1/2 τόμους (από το 1946 μέχρι το 1958) τοποθετώντας το ως τον κεντρικό άξονα της ποίησης και της ζωής του. Το έπος αυτό είχε σκοπό να αναδείξει «τον μοντέρνο άνθρωπο ως καθρέφτη της πόλης του» και είναι γραμμένο χωρίς ρίμα, με απλό, λιτό, χαλαρό τόνο και περιγραφές αντικειμένων, ανθρώπων και ιστοριών της καθημερινότητας. Θεωρείται ως απάντηση στο «The Waste Land» του Τ. Σ. Ελιοτ, αλλά έξω από το μέτρο που όρισαν οι προηγούμενοι αμερικανοί ποιητές.

Αυτό ακριβώς κάνει κι ο Τζιμ Τζάρμους, σε μία από τις πιο προσωπικές ταινίες του. Το κάνει να μοιάζει απλό (και είναι ως αποτέλεσμα) αλλά στην ουσία κατασκευάζει με συνέπεια, επιμέλεια, ακρίβεια ένα κινηματογραφικό ποίημα που έχει κανόνες: μέσα από τη ρουτίνα των εικόνων του, τις επαναλήψεις, τους συμβολισμούς του και τον ήρωα που καθρεφτίζει και καθρεφτίζεται από την πόλη του, καταλήγει να φωτίζει με τρυφερότητα, μελαγχολία και γλύκα την ποίηση της καθημερινής ζωής. Οπως και ο ποιητής, ο Τζάρμους κρατά τον τόνο χαλαρό, τον ήρωά του σιωπηλό (ο Ανταμ Ντράιβερ πραγματικά εδώ δίνει την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του), αλλά οι λέξεις του κόβουν και οι εικόνες του αποτυπώνονται σαν κάτι δικό σου, προσωπικό.

Κάπως έτσι όλα μεταμορφώνονται. Ο Πάτερσον έχει καθοριστεί από το Πάτερσον, αλλά τελικά μέσα από την ομορφιά που ο ήρωας κοιτά τη ζωή του, η άσχημη εργατική κωμόπολη, το μικρό του σπίτι ή το βαρετό μοτίβο της ζωής ενός οδηγού λεωφορείων λούζεται στο φως, αποπνέει ζεστασιά, καταλήγει στην αγκαλιά του ζευγαριού - μια αγκαλιά που ανοίγει και κλείνει την ταινία.

Ο Γουίλιαμς είχε δηλώσει ότι για να γράψει το «Paterson» κυκλοφορούσε στους δρόμους της πόλης και τα πάρκα και παρατηρούσε τους κατοίκους, άκουγε τις συζητήσεις τους. Αυτό κάνει, άθελά του, κι ο Πάτερσον. Συλλέγει υλικό από τις συζητήσεις των επιβατών του στο λεωφορείο. Ή τους θαμώνες του μπαρ που ζουν τα δικά τους ερωτικά, οικονομικά, οικογενειακά δράματα. Οι δικές του σιωπές γεμίζουν από τις αναπνοές του δράματος των άλλων και γεμίζουν και τις σελίδες του με λέξεις. Αν το ζεις από κοντά, κανένας χωρισμός του ζευγαριού στην άκρη της μπάρας δεν είναι κάτι απλό. Για κάποιον είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Είναι ο ήρωας του δικού του ποιήματος.

Από την πρώτη σκηνή γίνεται αναφορά σε δίδυμα αδέλφια. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ο Τζάρμους δείχνει δίδυμα - μικρά, μεγαλύτερα παιδιά, έφηβους, μεσήλικες και γέροντες. Η αναφορά στη δυαδικότητα πατά στην ανάγνωση που επιθυμεί ο ποιητής (ο εντός κι ο εκτός οθόνης) για την ίδια τη ζωή. Είναι η απάντησή του στην υπαρξιακή μας αγωνία για το νόημά της. Για το κυνήγι της ευτυχίας, της δημιουργίας, της επιτυχίας. Τίποτα δεν είναι άσπρο-μαύρο, τίποτα δεν είναι μονοδιάστατο. Ολα έχουν τον αντικατροπτρισμό του. Κανείς δεν είναι απλά ένας οδηγός λεωφορείου. Μπορεί να είναι κι ένας σπουδαίος ποιητής. Καμιά ξεχασμένη αμερικανική πόλη δεν είναι απλά «Waste Land». Γέννησε μερικούς από τους πιο σπουδαίους δημιουργούς της αμερικανικής κουλτούρας. Καμία σύζυγος δεν πλάθει απλά κεκάκια. Μπορεί να κρύβει μέσα της μια εν δυνάμει καλλιτέχνη. Κανένα σπιτάκι στην άκρη του δρόμου δεν είναι ίδιο με το διπλανό του, μίζερο και φτωχικό. Μπορεί να ανοίγεις την πόρτα του και να βρίσκεις τρέλα, έμπνευση, ασφάλεια, αγάπη.

Κι αν η ζωή σε μηδενίζει κι εξαφανίζει το έργο σου, αν νομίζεις ότι ήρθε το τέλος, να θυμάσαι ότι κρύβεις μέσα σου καταρράκτες. Το νερό θα πέσει και θα τροφοδοτήσει την επόμενη μέρα. Μία στιγμή θα σου προσφέρει την επόμενη αρχή, την επόμενη λευκή σελίδα για να γράψεις. Κάτι.