Τρεις γυναίκες από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις στο Κάιρο, ενώνουν τις δυνάμεις τους προκειμένου να αντιμετωπίσουν την σεξουαλική παρενόχληση που βιώνουν καθημερινά. Ενώ η Φάιζα, μια συντηρητική μητέρα δύο παιδιών, προσπαθεί να βρει το δίκιο της, στην άλλη πλευρά της πόλης η Σέμπα, πλούσια σχεδιάστρια κοσμημάτων, η ίδια θύμα άγριας επίθεσης ομάδας νέων ανδρών, δίνει διαλέξεις σε γυναίκες για το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης, προσπαθώντας να τις πείσει να μιλήσουν για το πρόβλημά τους. Παράλληλα, η Νέλι, ερασιτέχνης κωμικός, είναι η πρώτη γυναίκα στην Αίγυπτο, που θα κινηθεί δικαστικά για την βίαιη σεξουαλική παρενόχληση που δέχτηκε. Μία από τις γυναίκες θα αποφασίσει να πάρει την υπόθεση στα χέρια της, και όταν οι άντρες επιχειρούν να την παρενοχλήσουν μέσα στο λεωφορείο, αυτή τους τραυματίζει με μαχαίρι στα σεξουαλικά τους όργανα. Αυτή της η ενέργεια την ενώνει με τις άλλες δύο πρωταγωνίστριες, οι οποίες την εξιδανικεύουν, ενώ ο Εσάμ, o ανακριτής της αστυνομίας που ερευνά την υπόθεση φτάνει στα ίχνη τους.

Σε μια έρευνα που έγινε το 2008, αποδείχτηκε πως το 83% των γυναικών στο Κάιρο έχουν υποστεί μιας μορφής σεξουαλική παρενόχληση και πως το 62% των ανδρών παραδέχτηκε πως έχει προβεί σε πράξη σεξουαλικής παρενόχλησης γυναικών, μετατρέποντας το ντεμπούτο του Μοχάμεντ Ντιάμπ σε μια ταινία που όχι μόνο συμπίπτει με τις πρόσφατες ταραχές στην Αίγυπτο, αλλά αποτελεί και μια καταγραφή μιας πραγματικότητας που ξεσκεπάζει την υποκρισία μιας ολόκληρης κοινωνίας σε ελεύθερη πτώση.

Οι τρεις ηρωίδες μέσα από τις οποίες ο Ντιάμπ θα καταδείξει την αγριότητα μιας στατιστικής που σε κάνει να ανατριχιάζεις είναι σύμβολα μιας κοινωνίας που επιβιώνει βίαια τη σύγκρουση ανάμεσα στην παράδοση και τον μοντερνισμό, έχοντας ωστόσο ως κοινό σημείο την υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας σε κάθε ζωτικό χώρο της καθημερινότητας, είτε αυτό είναι το συζυγικό σπίτι, ο χώρος εργασίας, ένας ποδοσφαιρικός αγώνας ή απλά μια απλή μετακίνηση με ένα λεωφορείο.

Ο,τι χωρίζει μια συντηρητική μητέρα δύο παιδιών που βιώνει την παρενόχληση καθημερινά ακόμη και μέσα στο σπίτι της με την πλούσια σχεδιάστρια κοσμημάτων που έχοντας πέσει θύμα ομαδικής βίας σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου, οργανώνει μαθήματα αυτοάμυνας και με την ανερχόμενη κωμικό που θα γίνει η πρώτη γυναίκα που θα ασκήσει ποινική δίωξη μετά την κακοποίησή της, είναι ακριβώς αυτό που τους ενώνει: μια φωνή που όσο και να πνίγεται μέσα στο θόρυβο μιας απάνθρωπης συνενοχής (ακόμη και από τις ίδιες τις γυναίκες) θέλει να ακουστεί δυνατά...

Ο Ντιάμπ θα ενώσει τις ζωές των τριών γυναικών φιλοδοξώντας να κάνει τη φωνή τους ακόμη πιο δυνατή και κάπου εκεί θα μπερδέψει τι ακριβώς χωρίζει μια ταινία που καταγράφει μια άγρια πραγματικότητα σε μια γωνιά του κόσμου με μια επιφανειακή, πρώτου επιπέδου και διδακτική μέχρι το κόκαλο καταγγελία που δεν καταφέρνει ούτε το ελάχιστο από αυτό που επιθυμεί.

Μπορεί η κάμερα να είναι νευρική, μεμονωμένες σκηνές να διαθέτουν τη δύναμη μιας άρτιας σκηνοθετικής ματιάς (όπως αυτή στο γήπεδο) και τα πρόσωπα των τρίων γυναικών να λένε περισσότερα απ’ όσα το σενάριο τους βάζει να επαναλαμβάνουν, τίποτα όμως από τα παραπάνω δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, όταν ο Ντιάμπ επιμένει να στήνει τηλεοπτικές σκηνές φτηνού μελοδραματικού θεάματος, οι ηρωίδες του γίνονται γραφικές ήδη μετά την πρώτη γνωριμία μας με αυτές και το όλο twist του «girl power» που μετατρέπει την ταινία σε ένα τύπου action movie εκδίκησης υποβαθμίζει ολοκληρωτικά την κοινωνική του διάσταση.

Στο τέλος, ό,τι μένει είναι μόνο η ορατότητα μιας πραγματικότητας που για τους προνομιούχους αυτού του πλανήτη μοιάζει «ξένη» και η αιώνια ανοιχτή συζήτηση γύρω από το πόσο το στρατευμένο σινεμά υπάρχει μόνο και μόνο για να αυτοακυρώνεται κάτω από το βάρος της ίδιας της καταγγελίας του.