Ενα ξημέρωμα, κάπου στο Μπομπινί, κοντά σε μια παλιά υπόγεια παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη, κάποιος βρίσκει το άψυχο σώμα της Επονίν Σαλινί, της συζύγου του πανίσχυρου Ζαν-Ερίκ Σαλινί, του μεγάλου αφεντικού της Γαλλίας, που βρίσκεται στο προσκήνιο λόγω της κλιμάκωσης κοινωνικών ταραχών που λαμβάνουν χώρα τις τελευταίες εβδομάδες. Εκείνο το πρωί, δύο κόσμοι εκ διαμέτρου αντίθετοι θα διασταυρωθούν: από την μία ο Ουσμάν Ντιακιτέ, αξιωματικός της Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος του Μπομπινί και από την άλλη ο Φρανσουά Μονζ, επικεφαλής της περίφημης εγκληματολογικής μονάδας του Παρισιού. Η έρευνά τους θα τους οδηγήσει από το τα συνδικάτα του Παρισιού μέχρι το προάστιο του Μπομπινί με τις παράνομες δραστηριότητες του.

Ο ένας είναι μαύρος μπάτσος, μεγαλωμένος στα banlieus των άνεργων, των μεταναστών, των εμπόρων ναρκωτικών και των συμμοριών. Ντύνεται με hoodies, είναι λίγο κάφρος, μάλλον μουσουλμάνος, γνωρίζει τη «γειτονιά» από μέσα κι από έξω και ό,τι κι αν συμβεί διατηρεί το streetwise στιλ του, την επαφή του με την «πιάτσα». Ο άλλος είναι λευκός αστυνομικός – τεχνοκράτης, φιλόδοξος και φλώρος, συνηθισμένος περισσότερο να κάθεται πίσω από ένα γραφείο, κυρίως για να μη λερώσει στο δρόμο τα δερμάτινα μοκασίνια του. Οι δυο αυτοί άντρες πρέπει να συνεργαστούν, να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και να λύσουν μια διαπλεκόμενη υπόθεση, έτσι ώστε να ωφεληθούν και οι δύο.

Πρωτότυπο; Οχι. Εμπνευσμένο; Οχι στ’ αλήθεια. Οι εμπορικές γαλλικές κωμωδίες κάνουν συχνά πολλά εισιτήρια στη Γαλλία, όπως και οι ελληνικές στην Ελλάδα: αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν να κερδίσουν και το διεθνές κοινό. Κι αυτή εδώ η κωμωδία δεν είναι εξαίρεση, προσπαθώντας να βγάλει γέλιο από ανάλαφρες καγουριές, ή να κάνει ένα χαριτωμένο, extra light σχολιασμό του γαλλικού σνομπισμού, ρατσισμού, ελιτισμού, μέσα από ένα κοινότυπο σενάριο και μια συμβατική σκηνοθεσία.

Το πλεονέκτημα της ταινίας βρίσκεται στο πρωταγωνιστικό της δίδυμο, στον διασκεδαστικά αποστειρωμένο Λοράν Λαφίτ και, κυρίως, στον Ομάρ Σι, ο οποίος δεν έγινε τυχαία ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους, πια, ηθοποιούς της Γαλλίας, μια και η φωτογένεια και η πληθωρική ερμηνεία του χαλαλίζουν μια μέτρια ταινία. Πέραν αυτού, ο Εντι Μέρφι μας τα’ πε καλύτερα στον «Μπάτσο του Μπέβερλι Χιλς», τριάντα χρόνια πίσω.