O επίδοξος συγγραφέας Νικ Κάραγουεϊ (alter ego του ίδιου του Φιτζέραλντ), εγκαταλείπει τις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ για την Νέα Υόρκη της άνοιξης του 1922. Εκεί βασιλεύει μία νέα τάξη που χαρακτηρίζεται από τον νεοπλουτισμό, τα χαλαρά ήθη, την αμαρτωλή τζαζ των ξέφρενων πάρτι. Κυνηγώντας το δικό του Αμερικανικό Ονειρο, ο Νικ θα βρεθεί δίπλα στον μυστηριώδη και κοσμικό εκατομμυριούχο Τζέι Γκάτσμπυ, και κοντά στην ξαδέρφη του Ντέζι και τον ερωτύλο γαλαζοαίματο σύζυγό της, Τομ Μπιουκάναν. Κάπως έτσι ο Νικ θα χαθεί στον ελκυστικό κόσμο των κροίσων, της ψευδαίσθησης, του έρωτα και της απάτης τους. Καθώς ο Νικ βιώνει τα όσα συμβαίνουν μέσα και έξω από τον κόσμο στον οποίο πλέον ζει, καταγράφει την ιστορία του ατελέσφορου έρωτα, των αδιάφθορων ονείρων που αποτελούν σημεία αναφοράς για τη σύγχρονη εποχή.

Το πρώτο ερώτημα που σου έρχεται στο μυαλό βλέποντας τον «Υπέροχο Γκάτσμπι», είναι γιατί ο Μπαζ Λούρμαν άργησε τόσο πολύ να κάνει αυτή την ταινία. Βλέποντας τον μεθυστικό πίδακα ομορφιάς, λάμψης, λουλουδιών, στρας, γρήγορων αυτοκινήτων, υπέροχων σπιτιών, ασυγκράτητου πλούτου, που κατακλύζει την οθόνη από τα πρώτα κι όλας λεπτά του φιλμ, είσαι σίγουρος ότι αυτή είναι η ταινία που ο Αυστραλός σκηνοθέτης γεννήθηκε για να κάνει.

Ολα, από τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών του, μέχρι το τελευταίο φλιτζάνι για το τσάι, μέχρι όλα αυτά τα «υπέροχα πουκάμισα» του ήρωα, είναι αξιοζήλευτα, μικρά ή μεγαλύτερα αντικείμενα πόθου, σταγόνες ομορφιάς που αστράφτουν με την λάμψη της σαμπάνιας.

Μπορείς να καταλάβεις γιατί ο Λούρμαν γοητεύτηκε από τον κόσμο του Γκάτσμπι. Μπορείς να δεις σε κάθε πλάνο πως τον μεταμόρφωσε σε κάτι σχεδόν μυθικό, όσο σπάνιο κι εξωτικό ήθελε ο Φιτζέραλντ να φαντάζει στα μάτια του αναγνώστη του.

Ομως ο κόσμος του βιβλίου, τα όσα κρύβονται πίσω από την λεία επιδερμίδα των ηρώων του, δεν εξαντλούνται στην ομορφιά και τη λάμψη. Από κάτω κρύβεται κάτι πολύ πιο άγριο, πιο σκληρό. Η ασυγκράτητη δίψα για άνοδο, η σαρκοφάγα θλίψη της ανεκπλήρωτης επιθυμίας, η σιγανή φωτιά του συμβιβασμού ή ακόμη χειρότερα ένα ηχηρό, χαώδες κενό.

Οι ήρωες του Φιτζέραλντ είναι άνθρωποι της εποχής τους, μα τα όσα τους ορίζουν και κυρίως όσα τους στοιχειώνουν, μοιάζουν άχρονα. Ο κόσμος του Γκάτσμπι δεν είναι απλά ένα υπέροχο καρναβάλι από πάρτι (ακόμη κι αν είναι κι αυτό), αλλά ένα συναισθηματικό και ηθικό ναρκοπέδιο. Και η αλήθεια είναι ότι σε αυτή τη μεταφορά, υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τον Λούρμαν, είναι μάλλον τα πάρτι.

Ομως ακόμη κι έτσι, η ιστορία έχει τη δύναμη να σε παρασύρει σχεδόν από μόνη της, έστω κι αν ο αφηγητής της εδώ δείχνει να νιώθει αμηχανία όταν οι σκηνές δεν περιλαμβάνουν ξέφρενα πλήθη και ποταμούς σαμπάνιας. Και οι πρωταγωνιστές του, κατορθώνουν να σε πείσουν ή ακόμη και να σε συγκινήσουν όταν ο Λούρμαν αστοχεί στην προσπάθειά του να δώσει την απαιτούμενη ένταση στις πιο δραματικές κι εσωτερικές στιγμές του φιλμ.

Ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο είναι ένας εξαιρετικός, μαγνητικός Γκάτσμπι και η Κάρεϊ Μάλιγκαν μια αλαβάστρινη Νταίζη. Ο Τόμπι Μαγκουάιαρ είναι ταιριαστός στον ρόλο του αφηγητή Νικ και μόνο ο Τζόελ Ετζερτον μοιάζει να βρίσκεται πιο κοντά στην περιοχή της καρικατούρας, στον ρόλο του Τομ Μπιουκάναν, του συζύγου της Νταίζη.

Μπορεί το βιβλίο, στα χρόνια που πέρασαν από την εκδοσή του να απέκτησε μια διαφορετική βαθύτερη αντήχηση, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι παρατηρήσεις που διάβαζες ανάμεσα στις λέξεις του για την Αμερική, το Αμερικάνικο όνειρο, τον σαρωτικό υλισμό, την απόσταση ανάμεσα στο προσωπείο και τον αληθινό εαυτό μας, εξακολουθούν να υπάρχουν στις εικόνες της ταινίας.

Μπορεί ο τρόπος του Λούρμαν να είναι διαφορετικός, πολύ πιο θεαματικός, δίχως χώρο για λεπτές αποχρώσεις που ίσως να έκαναν την ταινία του πιο αγαπητή σε όσους πρεσβεύουν πως έργα σαν τον Γκάτσμπι πρέπει να προσεγγίζονται με σεβασμό. Ομως ο κόσμος που ζουν οι ήρωες του, ο κόσμος που χτίζουν, είναι larger than life, απόλυτα τεχνητός, μεγαλόστομος και θρασύς. Και γι αυτό ο τρόπος του Λούρμαν δείχνει να του ταιριάζει πολύ περισσότερο απ όσο θα περίμενε κανείς...