Ο Χόλι Μάρτινς, ένας αποτυχημένος Αμερικανός συγγραφέας μυθιστορημάτων της Αγριας Δύσης, ταξιδεύει στη μεταπολεμική Βιέννη, προσκεκλημένος του παλιού του φίλου, Χάρι Λάιμ, που του έχει υποσχεθεί στέγη και μια ευκαιρία για δουλειά. Μόνο που φτάνοντας στην πόλη, ο Μάρτινς θ’ ανακαλύψει ότι ο φίλος του σκοτώθηκε σε δυστύχημα και θα μείνει με συντροφιά την ηθοποιό ερωμένη του Λάιμ και την ανησυχητική υποψία ότι ο θάνατός του δεν οφειλόταν στην κακή τύχη.

Οταν κανείς βλέπει, για πρώτη ή πολλοστή φορά, μια ταινία τόσο συζητημένη, αναγνωρισμένη, καταξιωμένη, κλασική, έχει ενδιαφέρον να αναρωτηθεί πώς θα στεκόταν εάν πρωτοπροβαλλόταν σήμερα, χωρίς ιστορικό υπόβαθρο, αναλύσεις, παραλειπόμενα και δάφνες. Και δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι «Ο Τρίτος Ανθρωπος» θα μπορούσε να είναι ένα από τα καλύτερα θρίλερ του 2011, της δεκαετίας, ή όλων των εποχών, αν έκανε σήμερα την πρεμιέρα του.

Σε μια Βιέννη διαλυμμένη από τον πόλεμο, κυριολεκτικά και ηθικά, οι συμμαχικές δυνάμεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Αμερικής, παρατηρούν τη μαύρη αγορά των προϊόντων και των συναισθημάτων να εκκολάπτεται και δημιουργεί το τέλειο περιβάλλον για την ανθρώπινη προδοσία.

Μια χούφτα άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν, μαχαιρώνοντας ο ένας τον άλλον πισώπλατα, αφήνοντας την καχυποψία και το συμφέρον να τους διαβρώσει, ενώ οι «από πάνω», οι κυβερνήσεις του κόσμου, εκμεταλλεύονται την αδυναμία τους. Πόσο πιο επίκαιρο;

Γραμμένη από τον Γκρέιαμ Γκριν, (αρχικά ως ένα εκτεταμμένο διήγημα έμπνευσης που εκδόθηκε μετά την έξοδο του φιλμ), η ταινία είναι μια μαγική ιστορία μυστηρίου και αγωνίας, με τις ανατροπές στη δράση και στους χαρακτήρες των ηρώων να μην αφήνουν το θεατή ν’ ανασάνει μέχρι (ή και μετά) το τέλος.

Από τη μια πλευρά εξαιρετικό θρίλερ, με σκοτεινή πλοκή και αυξανόμενη αγωνία, που υπονομεύονται αλλά και εντείνονται από το θαυμάσιο χιούμορ που αντί για κωμικό ξέσπασμα, προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη ταραχή και ανησυχία.

Από την άλλη πλευρά, ένα σπουδαίο υπαρξιακό δράμα για την ανθρώπινη κατάσταση. Ηρωες που, όλοι ανεξαιρέτως, είναι ικανοί για το καλό και το κακό, για τον αφελή ρομαντισμό και το σκληρότερο κυνισμό μέσα στην ίδια σκέψη. Ανθρωποι που, όπως λέει ο καθοριστικός στη δράση θυρωρός του Χάρι Λάιμ, προορίζονται ή για την κόλαση, που βρίσκεται πάνω, ψηλά, στις θέσεις των επιτυχημένων, ή για τον παράδεισο, κάτω, χαμηλά, μαζί με τους υπόλοιπους κακομοίρηδες. Ανθρωποι που, για να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή, στηρίζονται αμετάκλητα πάνω στην ταυτότητά τους, εθνική ή επαγγελματική, στην οποία όμως κάποιοι άλλοι τους έχουν δεσμεύσει.

Μια ιστορία απόλυτα κυνική, όπου οι άνθρωποι, μαριονέττες εν αγνοία, αποδεικνύουν με τις πράξεις τους ότι στη σύγχρονη εποχή η πίστη σε οποιαδήποτε αξία ισοπεδώνεται εύκολα, με το σωστό αντάλλαγμα. Εκείνο για το οποίο δεν υπάρχει κοστολόγιο, είναι η συγχώρεση.

Εντελώς μοντέρνα και σύγχρονη, λοιπόν, η ταινία, με κάποιες εξαιρέσεις, ή, καλύτερα, υπερβάσεις: τη φωτογραφία – κομψοτέχνημα που, εντελώς παράδοξα, δημιουργεί όχι μόνο το αγχωτικό και κλειστοφοβικό ντεκόρ της δράσης, αλλά κι έναν κανονικό, αυτούσιο, χαρακτήρα, σκοτεινό και μυστηριώδη, που σχεδόν παίρνει μέρος στην ιστορία, σαν άλλος Θεός, παρατηρητής ή ύποπτος εγκλημάτων. Για την ιστορία του πράγματος, η φωτογραφία της ταινίας είναι ένα από τα πιο πετυχημένα δείγματα του εξπρεσιονισμού στο φιλμ νουάρ, με τις σκάλες και τα κάγκελα να εγκλωβίζουν διαρκώς του ήρωες, τα λοξά κάδρα να τους κλέβουν την ειλικρίνεια και τις σκιές τους να τους προσδίδουν υπεράνθρωπες διαστάσεις.

Τη μουσική, μια από τις πιο παράλλογες επιλογές που έγιναν ποτέ για ταινία, με τη ρυθμική, κεφάτη, χαριτωμένη μελωδία του Αντον Κάρας να υπογραμμίζει το παράλογο και την ψευτιά των πράξεων των ηρώων.

Και, φυσικά, τη σκηνοθεσία του Κάρολ Ριντ, ο οποίος, ξεπερνώντας ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό, κατάφερε να τιθασεύσει όχι μόνο τους ηθοποιούς-μύθους που έχει επιλέξει, αλλά και το μεγαλείο της πρόθεσής του (και του Γκρέιαμ Γκριν), για μια απαξιωτική περιγραφή του ανθρώπινου ψέμματος, σ’ ένα συγκροτημένο, γρήγορο, απολαυστικό θρίλερ.

«Ο Τρίτος Ανθρωπος» κέρδισε, στην εποχή του, το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και το Οσκαρ Καλύτερης Φωτογραφίας (μόνο…) κι από τότε μπαίνει τακτικά σε όλες τις έγκυρες λίστες αναγνώρισης των κινηματογραφικών ταινιών.

Ωστόσο, πηγαίνοντας να δει την ταινία, ο θεατής θα κερδίσει πολύ περισσότερα να ξεχάσει ότι βλέπει ένα θρύλο, παραμερίσει τα εγκυκλοπαιδικά ή ανεκδοτολογικά trivia και απολαύσει την τόσο ζωντανή γοητεία της, δικαιώνοντας έτσι και το τωρινό της status. Αλλωστε, το λέει και η Ανα – Αλίντα Βάλι: «ένας άνθρωπος δεν αλλάζει, επειδή εσύ μαθαίνεις κάτι παραπάνω γι’ αυτόν.» Ούτε και οι ταινίες.