Η Νίκη ζει στην Αθήνα με τον σύζυγό της και τον επτάχρονο γιο της, Ορφέα. Η νεαρή γυναίκα παγιδευμένη σε ένα βαρετό γάμο, συναντά και ερωτεύεται τον Γιάννη, ένα νεαρό μποέμ άντρα της πόλης. Και οι δύο αισθάνονται μια ισχυρή έλξη που κυριαρχεί το σώμα και την ψυχή τους, και αποφασίζουν να δραπετεύσουν στην ελληνική φύση. Η επιστροφή στη μεγάλη πόλη θα φέρει αλλαγές και θα σηματοδοτήσει νέες απρόβλεπτες εξελίξεις.Ο Ορφέας θα εξαφανιστεί και η Νίκη θα αναγκαστεί να επιστρέψει βίαια στην πραγματικότητα.

Μετά από ντοκιμαντέρ όπως το «Μια Κραυγή το Δεκέμβρη» για τις αντιδράσεις απέναντι στα μέτρα οικονομικής λιτότητας, ή το «Οργώνοντας το Χρόνο» που είχε ανάλογη θεματική, ο Κώστας Κολημένος στρέφεται στην μυθοπλασία με το «Δρόμο του Ορφέα», έστω κι αν η ταινία είναι μετά βίας αποτελεσματική ως τέτοια.

Οχι γιατί δεν ακολουθεί μια γραμμική αφήγηση, ή πηγαίνει μπρος και πίσω στο χρόνο, αλλά κυρίως γιατί δεν έχει καμιά αίσθηση δομής και συνοχής, υποφέρει από μια αναποφάσιστη σκηνοθετική ματιά, ένα άτεχνο και πρόχειρο μοντάζ και δεν περιέχει παρά μόνο ίχνη από μια ιστορία που ελάχιστα σε πείθει ή σε ενδιαφέρει.

Δεν βοηθούν καθόλου ούτε οι ερασιτεχνικές ερμηνείες, οι εντελώς προφανείς, διάλογοι-σλόγκαν, η ανομοιομορφία του ύφους και της ποιότητας του οπτικού υλικού, το γεγονός ότι το φιλμ δεν δείχνει να έχει ξεκάθαρη ιδέα του τι ή του πως θέλει να το αφηγηθεί.

Η ιστορία κινείται σε δύο γραμμές, στο τώρα και στο παρελθόν, αλλά τα όρια μεταξύ τους είναι δυσδιάκριτα. Παράλληλα αποπειράται να κάνει μια αντίστιξη ανάμεσα στην κατάσταση της Ελλάδας του τώρα και σε αυτήν της παράδοσης και του μύθου, αλλά το κάνει με «βουκολικές» ερωτικές σκηνές σε ρυάκια και λιβάδια από τη μια και, με εικόνες των Αθηναϊκών πεζοδρομίων και των ΜΑΤ από την άλλη.

Η ευκολία και η απλοϊκότητα μιας τέτοιας αντιπαραβολής ίσως δεν ήταν από μόνη της τόσο άβολη, αν δεν συνοδευόταν από ατάκες του νεαρού ήρωα απέναντι στον πατέρα του για το πως η «γενιά του κατέστρεψε τα πάντα», ή άλλες ανάλογα αμήχανες και άτεχνες, αχρείαστες σκηνές.

Και δυστυχώς ακόμη και στην κορύφωσή του, το φιλμ δεν κατορθώνει να αποκτήσει κανενός είδους ένταση ή αγωνία, καθώς ελάχιστα δείχνει να ενδιαφέρεται για το δράμα, χρησιμοποιώντας την περιπλάνηση του μικρού ήρωα στην Αθήνα για μια εμμονική καταγραφή εικόνων που στην πορεία χάνουν την όποια δύναμή τους και μοιάζουν να μεταμορφώνονται σε ενοχλητικά, κλισέ.