Αυτοκαταστροφικός, καταθλιπτικός, αλκοολικός μεσήλικας χάνει τα πάντα στη ζωή του: οικογένεια, δουλειά, αυτοεκτίμηση. Λίγο πριν να δώσει οριστικό τέλος, βρίσκει την πραγματική του «φωνή» μέσα από μία μαριονέτα-κάστορα. Μιλώντας μέσα από την κούκλα, αποκαλύπτεται ο άλλος του εαυτός, ένα πλάσμα που παίρνει πρωτοβουλίες, αλλάζει σελίδα, διψά να ξανακερδίσει τους ανθρώπους που αγαπά. Κάπως έτσι επανασυστήνεται στη γυναίκα, στα παιδιά και στους συναδέλφους του, ως «Κάστορας», ενώ ο πραγματικός τραυματικός του εαυτός θάβεται κάτω από την πάνινη κούκλα.

Από την ανάγνωση της περίληψης μπορεί κανείς να καταλάβει την επικινδυνότητα του πρότζεκτ. Πως μία λάθος κινηματογραφική ανάγνωση ενός τέτοιου σεναρίου φλερτάρει με το γελοίο. Ανάμικτη ίντριγκα και ελπίδα δημιούργησε προσωρινά το γεγονός ότι την παραγωγή ανέλαβε η ομάδα των «Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» και «Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού». Μετά όμως έγινε το ανεξήγητο: επιλέχθηκε η Τζόντι Φόστερ να σκηνοθετήσει.

Η σεναριακή τρέλα, απαιτεί και σκηνοθετική σχιζοφρένεια για να πετύχει – να πιάσει το θεατή αδιάβαστο, να τον βγάλει από τη γραμμική του λογική, τον οικείο του τρόπο αντίληψης, να τον εκτινάξει σε μία σφαίρα συναισθηματικής φαντασίας που το παράλογο καταλήγει να έχει λόγο ύπαρξης. Αντίθετα, ένα ιδιοσυγκρασιακό, αλλόκοτο σενάριο που μεταφέρεται στην οθόνη από μία παραδοσιακή, ζεστή, γήινη Αμερικανίδα σκηνοθέτη δεν έχει καμία πιθανότητα να απογειωθεί.

Η Τζόντι Φόστερ έχει τις καλύτερες προθέσεις: και την ιστορία την αγαπάει, και τους ήρωές της επίσης. Ομως το σκηνοθετικό της όραμα και ταλέντο έχει όρια. Αδυνατεί να τα σπάσει και να προσφέρει κινηματογραφικό bizarre. Η ματιά της είναι τετράγωνη για ένα τέτοιο κόνσεπτ που ούτε καν χαρτογραφείται. Κι έτσι ξαφνικά, κάτι που στα χέρια του Σπάικ Τζόνζι ή του Μισέλ Γκοντρί μπορεί και να μεταμορφωνόταν σε αριστούργημα, τώρα καταλήγει σε διδακτική κυριακάτικη τηλεταινία για όλη την οικογένεια. Κι εκεί η μαριονέτα δεν κολλάει. Ο κάστορας δεν κολλάει. To σουρεάλ δεν κολλάει.

Ειρωνικά, γιατί τελευταία δεν μας έχει πείσει για οποιοδήποτε ταλέντο του, ο μόνος που κολλάει είναι ο Μελ Γκίμπσον. Πέφτει στο ρόλο με βουτιά με το κεφάλι. Ρισκάρει όπως κάθε άνθρωπος που δεν έχει τίποτα πια να χάσει. Το παίρνει πάνω του και το κουβαλά. Η αυτολύπηση βγαίνει σε κάθε κοντινό στο κατεστραμμένο του πρόσωπο, σε κάθε αυτοσαρκαστικό θεόπικρο γέλιο, σε κάθε παρανοϊκή χρήση της εργατικής, «cockney» προφοράς του.

Οταν όμως όλα γύρω του κρατούν μία επίφαση κοινωνικής και ψυχαναλυτικής ανατομίας (πώς κουβαλούν τα παιδιά τις αμαρτίες των γονιών, τι συμβαίνει στα ζευγάρια, γιατί άνθρωποι που φαινομενικά τα έχουν όλα κρύβουν μία αβάσταχτη θλίψη), η οποία δεν φτάνει στο κόκκαλο αλλά επιλύεται με αμερικανιές, ο τραβηγμένος από τα μαλλιά (ή μάλλον τη γούνα) ρόλος του Κάστορα καταρρέει επίσης.

Και καταρρέει, γιατί ένας τόσο δύσκολος χαρακτήρας χρειάζεται και τη σωστή σκηνοθετική καθοδήγηση, το σωστή λήψη, το σωστό χέρι να κρατά τις ισορροπίες, για να μην καταλήξει ανοικονόμητος, φλύαρος, ψεύτικος.

Κρίμα γιατί ο κάστορας επιβεβαιώνει τη φύση του: μπορεί να χτίσει το πιο περίτεχνο οικοδόμημα, και να το ισοπεδώσει πατώντας άγαρμπα πάνω του.