Στον σκοτεινό κόσμο του Ελεμπρος, η πανίσχυρη Αυτοκρατορία του Δρακοφοίνικα κυβερνά με σιδερένια γροθιά και όλοι οι λαοί βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία της. Ενας σκλαβωμένος βάρβαρος πολεμιστής από τις περιοχές του Βορρά, ο Ντράγκαρ, παίρνει μέρος σε μονομαχίες, διασκεδάζοντας τους ευγενείς της Αυτοκρατορίας. Το σώμα του βρίσκεται εκεί, αλλά το μυαλό του ταξιδεύει στον τόπο του και στη γυναίκα που άφησε πίσω. Καθώς καταφέρνει να αποδράσει παίρνοντας όμηρο τη Βαλέρια, την κόρη ενός Στρατηγού της Αυτοκρατορίας, ο τελευταίος στήνει άγριο ανθρωποκυνηγητό για να τους εντοπίσει. Ο δρόμος του γυρισμού αποδεικνύεται γεμάτος περιπέτειες και εκπλήξεις τόσο για τον Ντράγκαρ, όσο και για την κακομαθημένη Βαλέρια.

Ισως μοιάζει δύσκολο να σας πείσει κανείς να πάρετε στα σοβαρά μια ταινία γυρισμένη με σχεδόν μηδενικό budget που θέλει να αυτοαποκαλείται «επική ταινία φαντασίας» και διαθέτει από μονομάχους μέχρι βασιλιάδες και από τέρατα του δάσους μέχρι ξωτικά, φιλοδοξώντας να επιβάλλει μια μυθολογία που ξεκινάει από το ομώνυμο κόμικ του Γιάννη Ρουμπούλια και καταλήγει σε μια ακόμη handmade απόπειρα για μια ταινία - ανήκουστου για τα ελληνικά δεδομένα παραγωγής και τεχνογνωσίας - genre.

Κι, όμως, ο «Αδάμαστος», όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό σε όποιον βρεθεί αντιμέτωπος με το οξύμωρο μιας ελληνικής ταινίας φαντασίας, λειτουργεί περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί ακόμη και ο πιο υποψιασμένος θεατής.

Οχι, φυσικά, ως ένα υπερθέαμα που θα τολμούσε να συναγωνιστεί βαριά πυροβολικά του Χόλιγουντ, ούτε ως μια ταινία που θαυμάζεις χωρίς δεύτερη σκέψη για την εφευρετικότητα των δημιουργών της, αφού και στις δύο περιπτώσεις η χειροποίητη υφή της τη φέρνει πιο κοντά σε μια do it yourself ή sweded εκδοχή μιας κανονικής ταινίας που θα μπορούσε να γυριστεί αν υπήρχαν χρήματα, επίπεδο παραγωγής και ανάλογη κινηματογραφική παράδοση στην ελληνική πραγματικότητα.

Ο «Αδάμαστος» λειτουργεί, γιατί είναι φτιαγμένος από τη μία με το πείσμα πως, κόντρα σε όλες τις πιθανότητες, μπορεί να υπάρξει ως μια ολοκληρωμένη ταινία από ανθρώπους που ξέρουν ακριβώς τι ταινία κάνουν ακόμη και αν δεν μπορούν να την κάνουν όπως τη θέλουν και από την άλλη χωρίς το παραμικρό ίχνος σοβαροφάνειας πως είναι κάτι άλλο από αυτό που βλέπουμε: μια αυτοσχέδια απόπειρα κατασκευής ενός μυθικού σύμπαντος μέσα στο οποίο μπορούν να συνυπάρχουν πλήθος αναφορών στην επική φαντασία (βλ. «Κόναν ο Βάρβαρος», «Ο Αρχοντας των Δαχτυλιδιών», «Game of Thrones» κ.ά.), όλα γειωμένα στο επίπεδο μιας τρέλας, σαν ένας πρωτόλειος ταυτόχρονος φόρος τιμής στον Τζον Μίλιους και τους Μόντι Πάιθον (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά).

Οσο αδύνατον είναι να πορωθείς τόσο από τον «Αδάμαστο», ώστε να αποθεώσεις τον Κερμίτση για την προσπάθειά του, τόσο εξίσου είναι αδύνατον να μην θαυμάσεις τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύεται την ελληνική φύση για να στεγάσει τον κόσμο του Ελεμπρος στον οποίο διαδραματίζεται το φιλμ και την έξυπνη και πειστική τεχνική με την οποία κινηματογραφεί τις σκηνές των (ναι, εντυπωσιακών) μαχών ανάμεσα στον Ντράγκαρ και τους πολλαπλούς εχθρούς του.

Και όσο είσαι σίγουρος πως μετά από κάποια ώρα το «αστείο» θα εξαντληθεί και η άτεχνη υφή του «Αδάμαστου» θα οδηγήσει σε μια υπερφόρτωση handmade ηρωισμών και μελοδραματισμών, τόσο ο Κερμίτσης εκμεταλλεύεται το χιούμορ (είτε αυτό προέρχεται από μνημειώδεις ατάκες, είτε από ακόμη μια σκηνή – έκπληξη με υποτυπώδη εφέ και τρικ φωτισμών) για να αποδείξει πως ο καλύτερος σύμμαχος μιας έτσι κι αλλιώς χαμένης από χέρι υπόθεσης είναι το να πιστεύεις σε αυτήν, όσο σου επιτρέπουν τα μέσα που έχεις στα χέρια σου και η πραγματική σου αγάπη για το είδος που υπηρετείς.

Σε αντίθεση με πολλές DIY ελληνικές ταινίες είδους που ταλαιπωρούν την ελληνική κινηματογραφία τα τελευταία χρόνια - ανάμεσά τους και ο πιο σπουδαστικός από τον σπουδαστικό και αναλόγου θεματικής αλλά όχι και αισθητικής «Γιαγκόναν» του Γιάγκου Ραυτόπουλου από το 2007 - ο ειλικρινής και ανεπιτήδευτος «Αδάμαστος» δεν έχει φτιαχτεί για να γίνει a priori καλτ.

Και αυτό είναι κάτι που οφείλεις να του το αναγνωρίσεις, ακόμη και όταν είσαι σίγουρος πως θα μπορούσε να ενδώσει ακόμη περισσότερο στο fun προκειμένου να αυτοπαρωδηθεί τόσο ώστε να ακυρώσει με κέφι ακόμη και τις ελάχιστες στιγμές που πιστεύει ότι όλα όσα διαδραματίζονται μέσα στην χειροποίητη ψυχή του θα μπορούσαν να είναι κάτι παραπάνω από ένα (ευτυχώς ποτέ, στα 126 λεπτά του, κακόγουστο) αστείο.

Διαβάστε και δείτε περισσότερα για τον «Αδάμαστο: Τα Χρονικά του Δρακοφοίνικα».