Σε ένα μικρό χωριό της Ιταλίας, ο νεαρός Τότο γίνεται φίλος με τον Αλφρέντο, τον μηχανικό προβολής του τοπικού σινεμά. Μέσα από τη φιλία τους, ο Τότο αποκτά ένα πατέρα που ποτέ δεν είχε, ενώ μαγεύεται από το σινεμά και τις ταινίες. Καθώς μεγαλώνει ο Τότο, έρχεται η ώρα που θα πρέπει να αποχαιρετήσει τους γνωστούς του για να αναζητήσει την τύχη του στην πόλη. Υστερα από 30 χρόνια, ο Τότο ενημερώνεται για τον θάνατο του Αλφρέντο και επιστρέφει στο χωριό του για την κηδεία…

Το «Σινεμά ο Παράδεισος» ξεκινάει με την αναγγελία ενός θανάτου.

Οσους κι από τους πιο φανατικούς θεατές του κι αν ρωτήσετε μέσα στα χρόνια δεν το θυμάται κανείς. Είναι βλέπετε αυτή η «αδύνατη» εξίσωση της λήθης και της μνήμης που δεν λύνεται ποτέ. Θέλουμε να ξεχνάμε από επιλογή, αλλά παραμένει αφάνταστα παρηγορητικό ότι θυμόμαστε χωρίς να το θέλουμε. Ισως γιατί έτσι έχει μόνο νόημα οποιαδήποτε διαδρομή της μνήμης και ιδιαίτερα εκείνη από την παιδική ηλικία, στην ενηλικίωση και από εκεί στη μια και μοναδική στιγμή όπου όλα συναντιούνται λουσμένα από το φως της νοσταλγίας για να σου υπενθυμίσουν ποιος είσαι, τι σε ορίζει, από που έρχεσαι και κυρίως που πας.

Το βλέμμα του Σαλβατόρε όταν μαθαίνει τα νέα του θανάτου του Αλφρέντο είναι ένα βλέμμα άδειο. Δεν θυμίζει σε τίποτα το γεμάτο λαχτάρα βλέμμα του μικρού Τότο που μπαίνοντας στην καμπίνα προβολής του μοναδικού σινεμά του Τζιανκάλντο στη Σικελία ανακάλυψε τον κόσμο όλο – και κάτι περισσότερο: ένα φίλο, ένα πατέρα, τον έρωτα, την αμαρτία, την απογοήτευση, τη σημασία του να βλέπεις όσα οι άλλοι δεν μπορούν ή δεν πρέπει να δουν. Οσο τρομακτική κι αν μοιάζει η επιστροφή του Σαλβατόρε στο μέρος όπου γεννήθηκε και από το οποίο λείπει εδώ και 30 χρόνια, άλλο τόσο μοιάζει απαραίτητη. Σαν σκηνή μιας ταινίας που αν λείψει αφήνει την ιστορία στη μέση, χωρίς τη λυτρωτική πιθανότητα της κάθαρσης, σαν όλα να έμειναν όπως τα ξέχασε η Ιστορία και όλοι όσοι έπαιξαν σαν πρωταγωνιστές ή κομπάρσοι μέσα σε αυτήν.

Το «Σινεμά ο Παράδεισος» ήταν από την πρώτη του κιόλας προβολή μια ταινία από αυτές που γυρίζονται μόνο μια φορά στην ιστορία, δεν μπορεί κανείς (ούτε ο ίδιος ο δημιουργός τους) να επαναλάβει την αίσθηση που μεταφέρουν και αναγκάζουν το μεγάλο βιβλίο του σινεμά να τις συμπεριλάβει δίπλα στα μεγάλα και ανυπέρβλητα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης, χωρίς να είναι απαραίτητα ένα τέτοιο.

Η συναισθηματική του δύναμη είναι τέτοια που μοιάζει με ένα ωστικό κύμα που παρασύρει τα πάντα, μαζί και κάθε κριτική που θα έμενε προσκολλημένη στις «ευκολίες», την απλοϊκότητα ή την υπέρμετρη νοσταλγία που μοιάζει να θέλει να χωρίσει τον κόσμο (και το σινεμά) στην εποχή πριν από το «Σινεμά ο Παράδεισος» και στην εποχή μετά.

Αυτοβιογραφικό τόσο που νιώθεις ότι κάθε σκηνή αναπνέει την αγωνία ενός βιώματος, το φιλμ του Τορνατόρε στέκεται πάνω από τις μελοδραματικές κορώνες, τα «κόλπα» του μαγικού ρεαλισμού που έρχονται από τα βάθη της ιταλικής κινηματογραφικής και λογοτεχνικής παράδοσης, το μυθιστορηματικό πέρασμα του χρόνου και τις μικρές ή μεγάλες τραγωδίες που κάνουν την ενηλικίωση ενός παιδιού να ορίζεται τόσο πολύ από τη μαγεία (και την κατάρα) του σινεμά που στο τέλος δεν μπορείς παρά να πιστέψεις αμαχητί στη δύναμή του.

Ο Τορνατόρε απλώνει σε αυτήν την μικροσκοπική καμπίνα προβολής, εκεί όπου ο Τότο θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με τη ζωή και το... θάνατο, όλη την παράδοση του νεορεαλισμού καθώς αυτός φλέρταρε στην πιο ενήλικη στιγμή του με τον μαγικό ρεαλισμό, τις μνήμες από τη δική του παιδική ηλικία και μαζί αναμνήσεις μιας ολόκληρης χώρας που μεγάλωσε βλέποντας σινεμά στις πλατείες, λέγοντας τα κρίματά της στα καθολικά εξομολογητήρια της εκκλησίας, ανοίγοντας σαν προσφορά προς τους Θεούς την απέραντη μεσογειακή καρδιά της που έκλεισε μέσα της καημούς, πολέμους, ξενιτιές και αγώνες επιβίωσης αφήνοντας το δικό της σημάδι στην ιστορία αυτού του κόσμου.

Το «Σινεμά ο Παράδεισος» είναι – ήταν και στην πρώτη του προβολή αλλά τώρα πια σίγουρα - ένα κομμάτι συλλογικής μνήμης. Κάτι πολύ πιο σπουδαίο από ένα (ή και το απώτατο) crowd pleaser – δίκαια το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας εκείνη της χρονιάς, το μεγάλο βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες και μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες όλων των εποχών. Είναι μια ταινία αυτόματα κλασική, με τον τρόπο των αμερικάνικων classics ή ακόμη καλύτερα των κλασικών εικονογραφημένων που αφηγούνται μια ιστορία με νόημα, ικανή εκτός από ένα ανάγνωσμα ή θέαμα που θα γεμίσει δύο και παραπάνω υπέροχες ώρες να λειτουργήσει και ως ένα μάθημα ζωής.

Αφιερωμένο στο σινεμά όπως δεν θα είναι ποτέ πια – αλλά περισσότερο κι από αυτό σε όσα βλέπουμε, όσα δεν μπορούμε να δούμε και όσα μας απαγορεύουν να δούμε, το φιλμ του Τορνατόρε πιστεύει με πάθος στις μεγάλες φιλίες, τους μεγάλους έρωτες, τις μεγάλες απογοητεύσεις, το μεγάλο κύκλο της ζωής όπως αυτός παραμορφώνεται από τη μνήμη για να προβάλλεται αέναα σαν μια ταινία στις προσόψεις των σπιτιών μιας γειτονιάς που ξέρει πως ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα είναι να τα βλέπεις όλα σινεμά.

Η επιστροφή του Σαλβατόρε στο πατρικό του δεν είναι μόνο η συμφιλίωσή του με την καταγωγή του, τη μητέρα του που ξέρει από τη φωνές των συντρόφων του στο τηλέφωνο αν υπάρχει κάποια που τον νοιάζεται πραγματικά, και το «Σινεμά ο Παράδεισος» που η κατεδάφιση του συνοψίζει το τέλος μιας ολόκληρης εποχής.

Είναι το αντίο σε αυτό που για τον καθένα είναι η εφηβεία. Αντίθετα με την προφανή επίφαση νοσταλγίας και το καταναγκαστικό του «λαΐκού» θεάματος (όχι πάντα με την κακή έννοια), ο Τορνατόρε είναι πιο τολμηρός και πιο μοντέρνος. Ο ήρωάς του θα ζήσει – όπως τη θυμάται – όλη του την εφηβεία μέχρι που έφυγε από το μέρος που έζησε τα ωραιότερα χρόνια της ζωής του. Και θα επιστρέψει πίσω στην ενήλική ζωή του. Κρατώντας στα χέρια του μια παρακαταθήκη. Ολων των εικόνων που δεν είδε ποτέ.

Ναι, ξεχνάμε επειδή θέλουμε και θυμόμαστε χωρίς να το ζητήσουμε. Αλλά σημασία έχει να βλέπουμε χωρίς κανέναν περιορισμό. Να ανοίγουμε το βλέμμα και να συναντάμε ό,τι αγαπήσαμε, ότι μας στέρησαν, όσα μας απαγόρευσαν, τα φιλιά που θα στέλναμε – δώρο μαζί και με αυτήν την ταινία – σε όποιον αγαπάμε. Και αυτά που σε ένα από τα πιο σπουδαία φινάλε της ιστορίας του σινεμά κάνουν μια αναγγελία θανάτου την οριστική επιστροφή στην αθωότητα και στην αρχή και το νόημα μιας υπέροχης ζωής.