Στη Βρέμη της Γερμανίας, ο κτηματομεσίτης Κνόκ αναθέτει στο νεαρό υπάλληλό του Χούτερ να ταξιδέψει στα Καρπάθια όρη, για να παραδώσει κάποια συμβόλαια στο μυστηριώδη Κόμη Oρλοκ, ο οποίος ψάχνει για σπίτι στην γερμανική πόλη. Πριν ακόμη φτάσει στο κάστρο του Κόμη, ο Χούτερ αντιλαμβάνεται τον τρόμο των κατοίκων του κοντινού χωριού. Κρυφά του δίνουν ένα βιβλίο σχετικά με τους βρικόλακες, που αρχικά βρίσκει διασκεδαστικό. Κάποια στιγμή θα συναντήσει τον Κόμη, που στην εμφάνιση δεν έχει μεγάλη σχέση με το ανθρώπινο είδος. Τα αυτιά του είναι μυτερά, το κρανίο του παραμορφωμένο και τα νύχια του μακριά. Παρουσιάζεται εξαιρετικά ευθύγραμμος και οι κινήσεις του χαρακτηρίζονται από εφιαλτική βραδύτητα. Oταν δει το φυλακτό του Χούτερ με τη φωτογραφία της όμορφης συζύγου του, της Έλεν, υπογράφει αμέσως το συμβόλαιο και αποκτά το παλιό σπίτι στην Βρέμη. Σύντομα ο Χούτερ ανακαλύπτει ότι με το συμβόλαιο αυτό άνοιξε τον δρόμο στον ίδιο τον Τρόμο να έρθει στην πόλη του. Τη νύχτα, όταν ο αιμοδιψής Κόμης εμφανίζεται στο δωμάτιο του, η Eλεν ξυπνά στη μακρινή Βρέμη και φωνάζει το όνομα του συζύγου της. Κατόπιν ο Oρλοκ ξεκινά το ταξίδι του για τη Βρέμη. Eνας ένας οι ναύτες του πλοίου που μεταφέρει τον Όρλοκ αρρωσταίνουν και πεθαίνουν. Αφού ο Oρλοκ φτάνει σχεδόν συγχρόνως με τον Χούτερ στη Βρέμη, η επιδημία εξαπλώνεται ταχύτατα στην πόλη. Αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό όλων των θυμάτων: πληγές στο λαιμό. Η Eλεν βρίσκει το βιβλίο των βρικολάκων του συζύγου της και διαβάζει εκεί ότι μόνον η θυσία μιας αθώας γυναίκας θα θέσει τέλος στο κακό.

Τυλιγμένο σε μια μυθολογία σχεδόν ίσου όγκου με το εκτόπισμά που είχε την εποχή που γεννήθηκε, το «Νοσφεράτου» είναι από αυτές τις ταινίες που ασφυκτιούν μέσα σε όσα φέρει μαζί του ο όρος «κλασικό αριστούργημα».

Με τον ίδιο τρόπο που ο Κόμης Ορλόκ ασφυκτιά μέσα στην απέθαντη ύπαρξή του, καταδικασμένος να υπάρχει μέσα στις σκιές ενώ το μόνο πράγμα για το οποίο θα έδινε μέχρι και τη ζωή που δεν έχει είναι το φως.

Μετά από έναν αιώνα ακριβώς και εκατοντάδες ταινίες που δεν θα είχαν γυριστεί ποτέ αν εν έτει 1922 ο Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου δεν είχε την έμπνευση να διασκευάσει κινηματογραφικά τον «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ, το «Νοσφεράτου» μπορεί να ιδωθεί με δύο τρόπους: σαν το αξεπεραστο δείγμα του γερμανικού εξπρεσιονισμού που είναι και σαν μια τόσο μοντέρνα ταινία που δύσκολα μπορεί πια κανείς να διακρίνει κάτω από το βάρος μιας εξέλιξης που έχει κάνει ακόμη και τον Κόμη Δράκουλα να μοιάζει «ντεμοντέ» μπροστά στα βαμπίρ που έχουν κατακλύσει τη σύγχρονη ποπ κουλτούρα.

Κι, όμως, το «Νοσφεράτου» φέρει μέσα στην – ναι, ξεπερασμένη του πλέον αισθητική – κάτι το ακέραια διαχρονικό που ζει πέρα από τις έννοιες του «κλασικού». Ισως γιατί χωρίς τη θέληση του, ο Μουρνάου κατασκεύασε ήδη από το 1922 μια ταινία αρχετυπική.

Οχι μόνο γιατί βρήκε την ιδανική ποιητική εφαρμογή των κανόνων του γερμανικού εξπρεσιονισμού σε μια – την πρώτη καθαρόαιμη της ιστορίας του σινεμά - ταινία τρόμου, αλλά κυρίως γιατί είναι προφανές σε όλη τη διάρκεια της ταινίας του πως εδώ βρισκόμαστε ενώπιον ενός σκηνοθέτη που πιστεύει απόλυτα πως όσα κινηματογραφεί είναι – αν όχι αλήθεια – τουλάχιστον πιθανά.

Δεν εξηγείται αλλιώς πως το «Νοσφεράτου» (και τότε και σήμερα) είναι μια ταινία που συλλαμβάνει ιδιοφυώς σε φιλμ την ατμόσφαιρα του κινδύνου και της απειλής, περισσότερο απ’ όσο ενδιαφέρεται για τη θεατρική απεικόνιση του Δράκουλα και των περίεργων – σεξουαλικών ή μη - ορέξεων του. Στιλ που θα υιοθετούσαν όλοι οι μεταγενέστεροι «Δράκουλες» με πιο κοντινό στο «Νοσφεράτου» αυτόν του Βέρνερ Χέρτζογκ το 1979 και τους υπόλοιπους (του Τοντ Μπράουνινγκ με τον Μπέλα Λουγκόζι το 1931, του Φράνσις Φορντ Κόπολα το 1992 και τις δύο ταινίες της Hammer με τον Κρίστοφερ Λι το 1958 και το 1965) να απομακρύνονται αισθητά.

Από τη στιγμή που ο νεαρός Tόμας Χούτερ (τα αλλαγμένα ονόματα της πρωτότυπης κόπιας οφείλονται στην άρνηση της χήρας του Μπραμ Στόκερ να δώσει άδεια για τα δικαιώματα του «Δράκουλα») φτάνει στην έπαυλη του Κόμη Ορλόκ, ο Μουρνάου μεγαλουργεί σκεπάζοντας ολόκληρη την αφήγησή του με ένα πέπλο παγωμένης απειλής που τη νιώθεις να διασχίζει ως ρίγος ολόκληρη τη ραχοκοκαλιά της ταινίας του.

Με έναν αριστοτεχνικό συνδυασμό των σκιών, των γωνιών λήψης και του μοντάζ, κάθε κίνηση του Κόμη Ορλόκ μοιάζει με ακόμη ένα βήμα πιο βαθιά στον τρόμο, αυτόν που ο Μουρνάου ενορχηστρώνει σε μια συμφωνία (βλ. τον αυθεντικό υπότιτλο του φιλμ) αρχέγονου τρόμου. Μέσα στα σπλάχνα της, η αποκρουστική φιγούρα του Μαξ Σρεκ ταυτίζεται με το θάνατο, εκεί όπου τα λευκά πρόσωπα των θνητών ουρλιάζουν από ζωή και εκλιπαρούν για οίκτο. Και η σκιά του καθώς ανεβαίνει τις σκάλες – στην ίσως πιο κλασική σκηνή της ταινίας – παραμένει το εμβληματικό σύμβολο της σχέσης του κακού με τον ίδιο τον μεγενθυμένο και γι’ αυτό αληθινό του εαυτό. Είτε αυτή είναι η Ευρώπη του μεσοπολέμου είτε απλά η τάση για το κακό που ενυπάρχει σε κάθε ανθρώπινο ον σε κάθε εποχή.

Τα εννιά λεπτά της συνολικής εμφάνισης στην οθόνη του Νοσφεράτου είναι αρκετά για να νιώσεις μια για πάντα πως κάπου κάποτε αυτό το «τέρας» υπήρξε και πως μέσα στη μανιασμένη του διαδρομή μέσα στο χώρο και το χρόνο άπλωσε στον πλανήτη την πανούκλα προσπαθώντας να αφαιρέσει τη ζωή δύο ερωτευμένων νέων. Οπως είναι αρκετά και για να ταυτιστείς σχεδόν μαζί του στην μάταια αιώνων ολόκληρων αγωνία του να δει το φως της αυγής χωρίς να πεθάνει. Στο εμβληματικό (και σπαρακτικό) φινάλε που ο Μουρνάου σκέφτηκε για να διαφέρει από αυτό του Στόκερ, φτιάχνοντας τελικά τη μυθολογία του Κόμη Δράκουλα ξανά από την αρχή.

Το γεγονός πως εν έτει 2012 τα βαμπίρ αντέχουν μέχρι και στο φως του ήλιου, ίσως τελικά να είναι και η μεγαλύτερη δικαίωση της διαχρονικότητας του «Νοσφεράτου».