Ο Ολιβιέ είναι αυτό που λέμε τίμιος οικογενειάρχης. Πιστός σύζυγος και στοργικός πατέρας, αναγκάζεται ενίοτε να παραμελεί την οικογένειά του εξαιτίας μιας δουλειάς με άγριες βάρδιες στην αποθήκη ενός διαδικτυακού εμπορικού καταστήματος και της παθιασμένης ενασχόλησής του με τον συνδικαλισμό, προσπαθώντας να προστατεύσει τα ολοένα και πιο ευάλωτα δικαιώματα των συναδέλφων του. Οταν μια μέρα η σύζυγός του τον εγκαταλείπει απροειδοποίητα αφήνοντάς τον να τα βγάλει πέρα μόνος με τα δυο τους μικρά παιδιά, ο Ολιβιέ θα πασχίσει με νύχια και με δόντια να βρει μια νέα ισορροπία ανάμεσα στις υποχρεώσεις του.

Με τη δεύτερη μόλις ταινία του, που πρωτοπροβλήθηκε στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Καννών, ο Βέλγος Γκιγιόμ Σενέζ κέρδισε συγκρίσεις με το σινεμά του Κενς Λόουτς και των συμπατριωτών του, αδελφών Νταρντέν. Και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί: «Οι Αγώνες Μας» ακολουθούν τη μάχη του μεροκαματιάρη της διπλανή πόρτας με το εργατικό κατεστημένο και τις ολοένα και πιο δύσκολες συνθήκες διαβίωσης που απειλούν όλο και περισσότερους συνανθρώπους μας – διόλου τυχαία από τον φακό του περνούν φευγαλέα πολλές ακόμα ιστορίες απόγνωσής που μοιάζουν να συνεχίζονται εκτός κάδρου.

Μόνο που αντίθετα με τους παραπάνω συναδέλφους του, ο Σενέζ αποφεύγει τον οποιοδήποτε διδακτισμό και το σινεμά καταγγελίας, περνώντας το αιχμηρό κοινωνικό του σχόλιο (για τα εργατικά δικαιώματα, την εκμηδένιση του ατόμου, τα αβάσταχτα οικονομικά βάρη και τις ψυχολογικές τους συνέπειες) διακριτικά και με οργανικό τρόπο, μέσα από μια καθαρά ανθρώπινη ιστορία.

Ηδη από τον τρόπο που χειρίζεται, μέσα σε λίγες μόλις λακωνικές σκηνές, τη σταδιακή ψυχολογική κατάρρευση της συζύγου του Ολιβιέ και τη σχεδόν αναπόφευκτη απόφασή της, αισθητή μονάχα σε εμάς, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Σενέζ δεν προσπαθεί να δόσεις εξηγήσεις ή κοινωνιολογικές ερμηνείες. Εκείνο που τον ενδιαφέρει, και το κατορθώνει με επιδεξιότητα και ψυχραιμία, είναι να μεταφέρει με ρεαλισμό και χωρίς μελοδραματικές ή πολιτικές κορώνες έναν οικείο Γολγοθά και να αναδείξει την αδιάρρηκτη και συχνά καταπιεστική σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και το προσωπικό.

Ο Σενέζ έχει ομολογήσει ότι η ιστορία πηγάζει από προσωπικές εμπειρίες, και η βιωμένη αυτή αίσθηση μεταφέρεται αυτούσια στην οθόνη: στους φυσικούς (και σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιαστικούς) διαλόγους, τους γεμάτους ψεγάδια αλλά και σθένος ήρωές του, στην αβίαστη συγκίνηση των πολύτιμων στιγμών αλληλεγγύης – στην εικόνα δύο μικρών παιδιών που μαθαίνουν να βοηθούν το ένα το άλλο, μια αντανάκλαση σχεδόν της σχέσης που ο πατέρας τους μοιράζεται με τη νεότερη θεία τους – και στις εξαιρετικές ερμηνείες σύσσωμου του καστ, με τον Ρομέν Ντιρίς να ξεχωρίζει ερμηνεύοντας ιδανικά την εύθραυστη αρρενωπότητα του αρσενικού που πασχίζει να ανταποκριθεί στα στερεότυπα.

Παρά τον μαχητικό όσο και απόλυτα ειλικρινή τίτλο του, το «Οι Αγώνες Μας» δεν είναι μια ταινία που φωνάζει μεγάλες ιδέες και μηνύματα, αλλά ένα φιλμ χαμηλόφωνο, που αφουγκράζεται προσεκτικά και μεταφέρει ατόφια τις μικρές και μεγάλες μάχες που εκτυλίσσονται καθημερινά δίπλα μας.