Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, πάνω από 100 ελληνικές πόλεις και χωριά ξεκληρίστηκαν. Τα Καλάβρυτα και το Δίστομο αφανίστηκαν, οι Γερμανοί με τη βοήθεια των Ελλήνων ταγματασφαλιτών εκτέλεσαν ολόκληρο τον ανδρικό πληθυσμό πάνω από τα 13 χρόνια. Κι όμως αυτοί οι δήμοι, με τη σημερινή «καλλικρατική» εκδοχή τους, ψήφισαν στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές το ναζιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής σ’ έναν αριθμό που έφτασε τις 1000 ψήφους. Πώς είναι δυνατόν, με το πέρασμα δυο-τριών μόλις γενιών, οι άνθρωποι να ξεχνούν την ιστορία τους;
Αυτό μελετά ο Στέλιος Κούλογλου, στο νέο του ντοκιμαντέρ, «Νεοναζί, το Ολοκαύτωμα της Μνήμης», που έκανε πρεμιέρα χθες βράδυ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και από την Πέμπτη 21 Μαρτίου θα προβάλλεται και στην Ταινιοθήκη για το κοινό.
Η ταινία κινείται σε τρεις άξονες. Αντρες και γυναίκες που στην κατοχή ήταν παιδιά, από τις οικογένειες του Διστόμου, των Καλαβρύτων, αλλά και Εβραίων της Θεσσαλονίκης, μοιράζονται τις μαρτυρίες τους, τα βιώματά τους. Αφηγούνται, με λόγο που συχνά κόβεται από θλίψη, συγκίνηση ή οργή, πώς είδαν τους δικούς τους να εκτελούνται, τον τόπο τους να καίγεται μέχρι τη γη, τους γονείς τους να χάνονται στα κρεματόρια. Ιστορίες ειπωμένες σε πρώτο πρόσωπο, με μια αλήθεια που δε φτάνει η πιο ενδελεχής έρευνα.
Με παράλληλο μοντάζ, στην ταινία παρεμβάλλονται αποσπάσματα από τις ειδήσεις, με τους εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής, τον Νίκο Μιχαλολιάκο ή τον Ηλία Κασιδιάρη, να υπόσχονται βία, να προάγουν τα ναζιστικά πιστεύω και να ορκίζονται, αναίσχυντα, στην επιβολή του φασισμού. Την ίδια ώρα, ο Αλέξανδρος Γιοσμάς, ο ακροδεξιός βουλευτής του ΛΑΟΣ, μιλά στον Κούλογλου για τον πατέρα του, τον δοσίλογο Ξενοφώντα «φον» Γιοσμά, γνωστό από τη δολοφονία Λαμπράκη, με τέτοιο αποπροσανατολισμό και θλιβερή ανοησία που εκτίθεται με τα ίδια του τα λόγια, χωρίς καν ο δημοσιογράφος να παρεμβαίνει.
Ταυτόχρονα, στο Λύκειο Διστόμου, οι μαθητές, μαζί με λίγους επιζώντες της κατοχής, παρακολουθούν ένα ντοκιμαντέρ για τα ναζιστικά εγκλήματα στα Καλάβρυτα, τον Χορτιάτη και το Αουσβιτς. Τα κορίτσια και τ’ αγόρια του σήμερα εκφράζουν το πώς αντιλαμβάνονται την ιστορία τους και πώς διαμορφώνουν τη στάση τους μπροστά στην ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής.
Ποιος θυμάται τι σήμαινε ο φασισμός στην Ελλάδα πριν εξήντα χρόνια κι όσοι δε θυμούνται, τι έχουν μάθει για το τόσο κοντινά, χρονικά και βιωματικά παρελθόν κι από ποιον; Αυτός είναι ο στόχος του ντοκιμαντέρ του Κούλογλου, να συμπληρώσει τη μνήμη που έχει αφανιστεί κι αυτή σ’ ένα ολοκαύτωμα αδύναμης παιδείας και επιφανειακότητας. Κι όσο κάτι τέτοιο μοιάζει απλώς λογικό, ότι δηλαδή οι πολίτες δεν είναι δυνατόν να υποστηρίζουν μια οργάνωση που πρεσβεύει το φασισμό και τη βία, τόσο η πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας διαψεύδει το αυτονόητο μ’ έναν αδιανόητο παραλογισμό.
Κινηματογραφικά το ντοκιμαντέρ δε βρίθει αρετών: είναι μια συμβατική αφήγηση, λίγο λαϊκίστικη, λίγο μελοδραματική, που στήνει τη δομή της πατώντας στο αξίωμα ότι δεν υπάρχει ακριβέστερη αλήθεια από την προσωπική μαρτυρία. Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση, βλέποντας το «Νεοναζί, το Ολοκαύτωμα της Μνήμης», σημασία δεν έχει η κινηματογραφική αξιολόγηση, αλλά το γεγονός ότι ο Κούλογλου προσπαθεί, με επιτυχία, να πιάσει τον κόσμο από τους ώμους και να τον ταρακουνήσει, να τον ξυπνήσει, να του φωνάξει ότι παραλογίζεται, ότι με την αφέλειά του σπρώχνει τη χώρα στη ζώνη του λυκόφωτος. Μπορεί οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της Χρυσής Αυγής να απαξιώνουν το θέμα της ταινίας καταχωρώντας το ως ανεπίκαιρο στο «ντουλάπι της ιστορίας», αλλά αυτή ακριβώς η απαξίωση της ιστορίας έδωσε βήμα στους νέους εκπροσώπους του φασισμού στην Ελλάδα κι αυτό προσπαθεί ο Κούλογλου ν’ ανατρέψει με την ταινία του. Κι όσο κάποιος προσπαθεί σ’ αυτήν την κατεύθυνση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, το σινεμά παίρνει δεύτερη θέση και μπροστά περνά η ανάγκη για αντίδραση, με την ευχή μας.