Πολύ αρχή μέσα στο σύμπαν του «Χωρίς Αγάπη», ένα ζευγάρι που έχει ήδη αποφασίσει να χωρίσει, συζητά για το ποιος θα κρατήσει το 12χρονο γιο τους μετά το διαζύγιο. Ο μαλθακός και άβουλος πατέρας υποστηρίζει πως πρέπει να μείνει με τη μητέρα του. Η νευρική και αεικίνητη μητέρα του όμως πιστεύει ότι βρίσκεται στην ηλικία που χρειάζεται περισσότερο τον πατέρα του και προτείνει να τον βάλουν εσώκλειστο σε σχολείο και στη συνέχεια στο στρατό.

Στην πραγματικότητα κανείς από τους δυο δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για το παίδι τους και την τύχη του. Βρίσκονται και οι δύο σε νέες σχέσεις που τους κάνουν ευτυχισμένους και προσπαθούν να πουλήσουν το κοινό τους διαμέρισμα για να μοιραστούν τα χρήματα. Ο γιος τους δεν είναι τίποτ' άλλο παρά ακόμη ένας λόγος να τσακωθούν, να θυμηθούν το λάθος που έκαναν να είναι μαζί, να εκτονωθούν εκτοξεύοντας μίσος προς κάθε πιθανή κατεύθυνση.

Σε μια μικρή διακοπή του τσακωμού τους, το πλάνο θα ανοίξει για να αποκαλύψει πως πίσω από την πόρτα της κουζίνας, εκεί όπου ο τσακωμός κορυφώνεται και οι λέξεις εκτοξεύονται σαν πυρά ενός ακήρυχτου πολέμου, το 12χρονο αγόρι κλαίει βουβά, κρυφακούγοντας όλα όσα κανονίζονται για το μέλλον του από δύο ανθρώπους που δεν το αγάπησαν ποτέ. Οχι μόνο γιατί ήταν το αποτέλεσμα μιας ανεπιθύμητης γέννας, όπως θα μάθουμε στη συνέχεια, αλλά γιατί όπως θα περιγράψει η μητέρα στο νέο της σύντροφο, αυτή και ο συζυγός της συνηθίσανε να ζούνε μαζί σε μια καθημερινότητα «χωρίς αγάπη».

Η σκηνή είναι σπαρακτική, σχεδόν όπως το σύνολο της φιλμογραφίας του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ, ξεκινώντας από την αριστουργηματική «Επιστροφή» και φτάνοντας στο μεγαλειώδη «Λεβιάθαν». Και μαζί ενδεικτική, όπως όλα τα κομμάτια της φιλμογραφίας του, μιας ταινίας - μεταφοράς που, με αφορμή το τέλος ενός γάμου, μιλάει, για το τέλος μιας κοινωνίας, μιας χώρας, του ίδιου του κόσμου, όπως αναγγέλουν «με σιγουριά» στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις της Ρωσίας.

Με αφορμή ένα διαζύγιο, ο Ζβιάγκιντσεφ ξεκινάει από νωρίς την κριτική του στη χριστιανική, εθνικιστική, διεφθαρμένη Ρωσία, παρουσιάζοντας μια χώρα στην οποία επικρατεί ένας αναπάντεχος νεοπλουτισμός και μια κυνική αντιμετώπιση των πάντων, είτε αυτά είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία που διαδραματίζεται δίπλα τους, είτε είναι ο φόβος για τα αφεντικά που απολύουν οποιονδήποτε δεν ακολουθεί τη χριστιανική ηθική και τολμάει να τερματίσει ένα γάμο.

Στο σύμπαν του «Χωρίς Αγάπη», οι γυναίκες ενδιαφέρονται μόνο για την εξωτερική τους εμφάνιση, το σεξ και τα σέλφι στο κινητό. Οι άντρες είναι άβουλα πλάσματα που επιμένουν να μην αναλαμβάνουν ευθύνη για τίποτα. Οι γιαγιάδες είναι όλες σύμβολα μιας παλιάς Ρωσίας που έθρεψε τα σαθρά θεμέλια του παρόντος και τα παιδιά είναι ανεπιθύμητα πλάσματα που από γενιά σε γενιά συμβολίζουν την αθωότητα που εξαφανίζεται και ενώ όλοι ψάχνουν να τη βρουν μετανιωμένοι, νιώθεις πως ήταν σαν να έλειπε από πάντα.

Αν εντοπίσατε ήδη αρκετές φορές τη λέξη «σύμβολο» και τα παράγωγά της στην παραπάνω περιγραφή, είναι γιατί αυτή τη φορά, περισσότερο από κάθε άλλη ταινία του, ο Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ νιώθει την ανάγκη να γεμίσει την ταινία από σύμβολα και να καταδείξει με υπερβολικά προφανή τρόπό που δεν ταιριάζει στο σινεμά του το γεγονός πως αυτό που βλέπουμε μπορεί να είναι ένα συναρπαστικό και υποβλητικό αστυνομικό θρίλερ, αλλά κυρίως είναι μια πολιτική ταινία.

Θέλοντας να καυτηριάσει τη γραφικότητα της Ρωσίας, υποβιβάζει τους ήρωές του σε «σύμβολα» φτιαγμένα για να λειτουργήσουν στη γενίκευση (όλες οι νέες γυναίκες στη Ρωσία του Πούτιν είναι..., όλοι οι άντρες στη Ρωσία του Πούτιν είναι... ). Ετσι όμως τους στερεί τη δυνατότητα να υπάρξουν και να αναπνεύσουν ταυτόχρονα και ως μοναδικοί ανθρώπινοι ήρωες αυτής εδώ της ταινίας και αυτής εδώ της ιστορίας. Και η ματιά του, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό, φτάνει να μοιάζει μονοδιάστατα επιθετική απέναντι στις γυναίκες, αψυχολόγητη απέναντι στους άνδρες και σχεδόν ηθικοπλαστική απέναντι στο σεξ και την επιθυμία.

Είναι σαφές πως ο Ζβιάγκιντσεφ θέλει να τιμωρήσει αυτούς τους ανθρώπους, κάνοντάς τους να πονέσουν επειδή δεν έδωσαν ποτέ σημασία στα σημαντικά (ανάμεσά σε αυτά και στο παιδί τους), αλλά το κάνει με μια κριτική ματιά που εκτός από υπερβολικά προφανής, μοιάζει και κάπως «σχολική» με εντελώς αψυχολόγητο αποκορύφωμα μια σκηνή (δεν είναι spoiler) όπου η μητέρα γυμνάζεται κάνοντας διάδρομο στο μπαλκόνι του πολυτελούς νέου της διαμερίσματος, φορώντας μια φόρμα που γράφει RUSSIA και έχει τα χρώματα της σημαίας της χώρας και κοιτάζοντας την... κάμερα.

Πραγματικά αναρωτιέσαι για τις επιλογές του Ζβιάγκιντσεφ, σε μια ταινία που όταν δεν είναι φορτωμένη από σύμβολα και από υποδείξεις του τι πρέπει να προσέξεις μέσα στο κάδρο που κοιτάς, μιλάει με τον πιο σπαρακτικό τρόπο μέσω ενός υποδειγματικού αστυνομικού θρίλερ για έναν κόσμο που έχει ξεχάσει να αγαπά και μια σύγχρονη εποχή που έχει παραδοθεί στον κυνισμό.

Προσέξτε πως στο δεύτερο μέρος, το βλέμμα του Ρώσου σκηνοθέτη ανοίγει σε μια έρημη, υγρή, εγκαταλελειμμένη χώρα που μοιάζει με νεκρή φύση, ένα άδειο τοπίο, ένα κόσμο που έχει ξεχάσει τι σημαίνει ζωή. Θαυμάστε για ακόμη μια φορά το μεγαλείο ενός σπουδαίου δημιουργού που δεν φοβάται να στραφεί απέναντι σε ένα καθεστώς που διαβρώνει ακόμη περισσότερο τις βαθιές ρωγμές μιας ολόκληρης κοινωνίας σε σήψη. Και αναρωτηθείτε κι εσείς γιατί αυτές οι δύο πλευρές του σινεμά του, η ντοστογιεφσκική ποίηση και η δριμεία κριτική δεν βρήκαν εδώ την ιδανική ισορροπία που είχαν στο μέχρι σήμερα έργο του.