Πέντε έφηβα κορίτσια ζουν στο πατρικό τους σπίτι στην παραλιακή τους κωμόπολη στη Μαύρη Θάλασσα. Χιλιάδες μίλια μακριά από την Κωνσταντινούπολη και, θαρρείς, χιλιάδες χρόνια από την οποιαδήποτε γυναικεία χειραφέτηση. Δεν γνωρίζεις σε ποια εποχή βρίσκεσαι, μέχρι που κάποια αυτοκίνητα, ή ρούχα, ή ποπ αναφορές το προδίδουν. Οχι, δεν είσαι 50 χρόνια πίσω. Είσαι απλά κολλημένος στο χρόνο, στα ταμπού και σε μία εγκλωβιστική πατριαρχική κοινωνία. Oι γονείς τους έχουν πεθάνει και οι πέντε αδελφές μεγαλώνουν με την γιαγιά-Κέρβερο, που τις τιμωρεί για οτιδήποτε θα μπορούσε να κουτσομπολέψει η γειτονιά, κι έναν βίαιο θείο που απειλεί και σηκώνει χέρι αν υποψιαστεί ότι «έχουν λερώσει την τιμή τους». Τα κορίτσια όμως έχουν αντιστάσεις: με τα μακριά μαύρα τους μαλλιά να ανεμίζουν, όμορφες σαν τα χρόνια της νότης τους, γελούν, πειράζονται, χορεύουν, ερωτεύονται, ζουν ανέμελα τις πρώτες μέρες ενός ζεστού, ηλιόλουστου καλοκαιριού. Μέχρι που ανήσυχη γιαγιά και ανυπόμονος θείος σκέφτονται την τέλεια λύση: ξεκινώνοντας από τις μεγάλες, να τις παντρέψουν με προξενιό. Μία βίαιη διαδικασία «ξεφορτώματος» ξεκινά. Πώς μπορούν να αντισταθούν; Πώς σπάει το χαλινάρι αιώνων από τη ράχη σου; Πώς μπορείς να τρέξεις ελεύθερη, μακριά;

Η Ντενίζ Γκαμζέ Εργκιουβέν, μαζί με την συνεργάτιδά της στο σενάριο Αλις Γουίνοκουρ («Maryland»), ενδιαφέρονται για αυτό ακριβώς: τη γυναικεία αντίσταση. Μπορεί να ξεκινούν την ταινία ως ανάλαφρη κομεντί (μοιάζει με κωμικό κομμάτι της γυναικείας σου εφηβικής μνήμης ότι σε τσάκωσαν να φιλιέσαι με ένα αγόρι και σε τιμώρησαν), σταδιακά όμως η απελπισία, η αδικία, το αδιέξοδο του να έχεις γεννηθεί κορίτσι σε χώρες που δεν σου επιτρέπεται η επιλογή του μέλλοντός σου, μεταμορφώνει τους τόνους σε δράμα και, σε στιγμές, σε θρίλερ απόδρασης κι επιβίωσης.

Τα πρωτοεμφανιζόμενα κορίτσια που κρατούν τους βασικούς ρόλους χειρίζονται την σύνθετη φύση της γυναικείας εφηβείας και την πολυπλοκότητα των μηνυμάτων με χάρη και αβίαστη φυσικότητα. Μακό εσώρουχα, γάργαρα γέλια, ζουμερή ατσαλάκωτη σάρκα - η Εργκιουνέν τις κινηματογραφεί με τον νατουραλισμό των αγριμιών στο φυσικό τους περιβάλλον. Αγρια, πολύτιμα άλογα που τα κρατούμε παρά φύσει φυλακισμένα. Η χημεία και το δέσιμό τους θυμίζει τις «Αυτόχειρες Παρθένες» της Σοφία Κόπολα - μία σφιχτά αγκαλιασμένη συμμορία αδελφών που μοιάζει να τους δένει κάτι ακόμα μεγαλύτερο κι από το DNA τους - ο τρόμος επιβίωσης ενός άδικου ενήλικου κόσμου.

Μόνο που όταν ο κινηματογραφικός (κοινωνικός, πολιτικός) φακός κοιτά τα Βαλκάνια και την Ανατολή, η αποτύπωση αυτής της αδικίας είναι μία πολύ πιο δύσκολη υπόθεση. Γιατί βρίσκει βαθιά ριζωμένες στη συλλογική συνείδηση του θεατή, αποδεκτές παραδόσεις αιώνων και ηθκιές αντιλήψεις ακλόνητες. Είναι πολύ πιο μπερδεμένο να δείξεις την σκληρή μοίρα που έχουν αποδεχθεί γενιές γυναικών, όταν αυτή επιβάλλεται στα κορίτσια από τις ίδιες τις γυναίκες κι μετονομάζεται «έθιμο». Είναι αστείο (;) να εισβάλλουν στο σπίτι όλες οι γειτόνισσες που μαρτύρησαν τους έρωτές σου, για να σε ντύσουν τώρα νύφη ή να σου μάθουν παραδοσιακά γεμιστά για να εντυπωσιάσεις το σόι του γαμπρού. Και κάπου σταματά να είναι αστείο.

Στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο που έκανε πρεμιέρα στο Δεκεπενθήμερο των Καννών, η Εργκιουβέν, παρόλες τις κάποιες ευκολίες στην (σαν παλιό σινεμά) κωμωδία, την αισθητική καλλιγραφίας και το λυρισμό της, επιτυγχάνει να παρασύρει το κοινό σ' έναν σύγχρονο, απαραίτητο, φεμινιστικό διάλογο. Θα προτιμούσαμε την ταινία λίγο πιο έντιμη: όχι τόσο χαριτωμένη, πιο νατουραλιστική, χωρίς διακοσμητικές επιδερμίδες. Γνωρίζοντας όμως ότι η λέξη «φεμινισμός» τρομάζει, ίσως η Εργκιουβέν να το κάνει επίτηδες: για να μην αποτρέψει γυναίκες και άντρες από το θέμα της, προτιμά να πετάξει το λάσο της δραμεντί και να μας αιχμαλωτίσει στη γοητεία της εικόνας της, αλλάζοντας σταδιακά το ύφος της ταινίας η οποία μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας, αιφνιδιάζει, προβληματίζει και δίνει τον σωστό τόνο σε αυτή την αναγκαία κουβέντα.