To «Πρόσκληση σε Γεύμα Από Εναν Υποψήφιο Δολοφόνο» δεν είναι ένα φιλμ του Ρόμπερτ Μουρ αλλά ουσιαστικά μια ταινία του Νιλ Σάιμον.

Εκείνος είναι που μετέδωσε στην αφήγηση όλο το παράπονό του απέναντι στις κλασικές ιστορίες μυστηρίου που εσκεμμένα απέκρυπταν πληροφορίες από το κοινό ώστε να κάνουν αδύνατη την ταυτοποίηση του δολοφόνου. Εκείνος είναι που μετέδωσε στη σαρκαστική ιστορία τη ζεστή καρδιά που παρουσίαζε έτσι κι αλλιώς κάθε σενάριό του, από το «Ξυπόλητοι στο Πάρκο» και το «Sweet Charity» μέχρι το «Ενα Παράξενο Ζευγάρι» και το «Κορίτσι του Αποχαιρετισμού». Εκείνος είναι που συνδύασε το οπτικό χιούμορ με τον αιχμηρό ταξικό σχολιασμό, κρύβοντας μέσα στις κωμικές ατάκες μια πικρή, πολλές φορές, αλήθεια. Και φυσικά, ήταν εκείνος που ενορχήστρωσε ολόκληρη την αφηγηματική υπερβολή της ταινίας, χρησιμοποιώντας αλλά και ανατρέποντας κάθε κλισέ των ιστοριών με ντετέκτιβ, όπως τα δίδαξε η λογοτεχνική και η κινηματογραφική ιστορία.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το «Πρόσκληση σε Γεύμα Από Εναν Υποψήφιο Δολοφόνο» είναι γνήσια αστείο, απενοχοποιημένα fun και απόλυτα αυτοαναφορικό, σπάζοντας συνεχώς πλάκα με το είδος και με τον ίδιο του τον εαυτό, τραβώντας συνεχώς το χαλί κάτω από τα πόδια του θεατή και πέφτοντας συχνά στο πάτωμα μαζί του.

Συγκεντρώνοντας τα αρχέτυπα όλων των στερεοτυπικών μορφών ντετέκτιβ της ιστορίας (που αντλούν από τα αμερικάνικα φιλμ νουάρ μέχρι τις ιστορίες του Ηρακλή Πουαρό και από τις βρετανικές περιπέτειες της Μις Μαρπλ μέχρι τα… μυστήρια στο Πεκίνο), το σενάριο του Σάιμον αποτελεί τόσο κριτική αγάπης απέναντι σε ένα είδος που καθόρισε το pulp στο σινεμά και τη λογοτεχνία όσο και ένα αυτόνομο χιουμοριστικό whodunnit, όπου οι κανόνες της λογικής υπάρχουν απλώς για να σπάνε, τα επιχειρήματα λέγονται απλώς για να καταρριφθούν στη συνέχεια και κάθε σοβαρό προσωπείο υπάρχει απλώς για να δώσει πάσα σε μια κωμική γκριμάτσα.

Η αφορμή είναι απλή. Οι πιο διάσημοι ντετέκτιβ του κόσμου προσκαλούνται σε μια μυστηριώδη έπαυλη για δείπνο. Ο οικοδεσπότης (ο Τρούμαν Καπότε σε μια σπάνια κινηματογραφική εμφάνιση) τους ανακοινώνει ότι θα γίνει ένας φόνος μέσα στο σπίτι μέχρι τα μεσάνυχτα - εκείνοι καλούνται να λύσουν το μυστήριο. Η αμοιβή του νικητή θα είναι ένα εκατομμύριο δολάρια. Οι παγίδες όμως πολλές και, το πιθανότερο, οι περισσότερες από αυτές θανάσιμες.

Το σενάριο του Σάιμον δεν χάνει ούτε λεπτό πριν σπρώξει τους πρωταγωνιστές του σε μια ξεκαρδιστική αλληλουχία γεγονότων που περιλαμβάνει φυσικά αρκετές απόπειρες φόνου, αμέτρητες αιχμηρές ατάκες, πολλαπλές παρεξηγήσεις και έναν ιδανικό συνδυασμό σωματικού και λεκτικού χιούμορ. Φυσικά, ο Σάιμον γνωρίζει ότι ο κύριος σκοπός της ταινίας δεν είναι η λογική αλλά η διασκέδαση, γι' αυτό και σταδιακά ανεβάζει τους τόνους μέχρι να οδηγηθεί στην κορύφωση του φινάλε όπου αποδομείται κάθε πιθανή επίλυση του μυστηρίου. Το «Πρόσκληση σε Γεύμα Από Εναν Υποψήφιο Δολοφόνο» είναι η δική του εκδίκηση απέναντι σε όλα εκείνα τα περίπλοκα μυστήρια που σαδιστικά έβρισκαν απόλαυση στην ανικανότητα του θεατή να αντιληφθεί μόνος του τη λύση.

Μόνο που τίποτα δε θα ήταν το ίδιο αν ο Μουρ μαζί με τον Σάιμον δεν είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν αυτό το πολυσυλλεκτικό καστ, το οποίο περήφανα μοστράρει η ταινία στην αρχική animated σεκάνς τίτλων που επιμελήθηκε ο Τσαρλς Ανταμς. Ο Αλεκ Γκίνες, ο Πίτερ Σέλερς, ο Τρούμαν Καπότε, ο Τζέιμς Κόκκο, η Μάγκι Σμιθ, ο Πίτερ Φολκ, ακόμα και ο Τζέιμς Κρόμγουελ σε έναν μικρό εδώ ρόλο, συνεισφέρουν στο κωμικό timing της ταινίας με θαυμαστή αμεσότητα, πηγαίο σαρκασμό και αναμφισβήτητη χιουμοριστική διάθεση, δημιουργώντας τελικά κάτι που καταλήγει ισχυρότερο των μερών του ακριβώς γιατί όλοι οι συντελεστές δείχνουν να βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος και στην ίδια κωμική πλευρά του νομίσματος.

Στο φινάλε, όταν ο τελικός (ή και όχι) διεκδικητής των χρημάτων στέκεται νικητής (;), είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ποιος γελάει πιο δυνατά: ο δημιουργός της ταινίας, ο θύτης του εγκλήματος ή το ίδιο το κοινό; Να μια απάντηση που αποτελεί από μόνη της ένα εξαιρετικά ευτυχές μυστήριο.