Ο Ντάρεν Αρονοφσκι δηλώνει πως έγραψε την πρώτη εκδοχή του σεναρίου του «mother!» μέσα σε πέντε πυρετικές μέρες που πέρασε σκυμμένος μπροστά στο πληκτρολόγιό του, μόνος σε ένα άδειο σπίτι. Σύμφωνα με τον ίδιο, η έμπνευση για την ιστορία του ήρθε από την παράδοξη συνθήκη στην οποία ζει ο κόσμος μας, μια στιγμή στην οποία ακόμη κι αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει, ίσως βρισκόμαστε στο χείλος του γκρεμού, το τέλος του είδους μας και του ίδιου μας του πλανήτη.

Βλέποντας το φιλμ δεν είναι δύσκολο να αντιληφθείς αυτές τις υπαρξιακές ανησυχίες που κρύβονται ανάμεσα στις πτυχές του σεναρίου, όμως το αν θα τις πάρεις στα σοβαρά είναι ένα εντελώς άλλο θέμα. Η επιλογή του Αρονόφσκι να σκηνοθετήσει την ιστορία του κλέβοντας στοιχεία από το DNA των ψυχολογικών θρίλερ, των ταινιών με στοιχειωμένα σπίτια, της λογικής των home invasion φιλμ και απ όλη την παλέτα του σινεμά του τρόμου, με ειδική μνεία φυσικά στο «Μωρό της Ρόζμαρι», είναι ένα μαχαίρι που κόβει κι από τις δύο πλευρές.

Από την μια το «mother!» θέλει να είναι ένα απολαυστικό, γεμάτο φτηνές απολαύσεις θρίλερ που θα έβρισκε ανετά τη θέση του σε ένα grindhouse σινεμά, από την άλλη μπολιάζει την ιστορία του με ιδέες που σου κλείνουν το μάτι, θέλοντας να σε κάνουν να τις αναλογισθείς με σοβαρότητα έξω από το πλαίσιο των cheap thrills του. Πράγμα που δυστυχώς είναι δύσκολο.

Γιατί από το πρώτο κι όλας πλάνο, όταν το γεμάτο μώλωπες πρόσωπο της Τζένιφερ Λόρενς γεμίζει την οθόνη ενώ καίγεται στις φλόγες, νιώθεις ότι ο Αρονόφσκι δεν πρόκειται να συγκρατήσει την διάθεσή του προς την υπερβολή. Κι όταν αμέσως μετά ο Χαβιέ Μπαρδέμ τοποθετεί ένα κρύσταλλο σε μια βάση και το καμένο σπίτι γύρω του μεταμορφώνεται σε μια όμορφη ζωντανή κατοικία, ξέρεις ότι το υπερφυσικό έχει το πάνω χέρι στο φιλμ.

Η λέξη «ζωντανό» είναι απόλυτα ταιριαστή για το σπίτι: η ηρωίδα του (που όπως κανείς στην ταινία δεν έχει όνομα) πολλές φορές θα ακούσει την «καρδιά» του να χτυπάει βάζοντας το αυτί της στους τοίχους. Είναι ένα σπίτι που η ίδια, με τα χέρια της, έχει ξαναφτιάξει από το καμμένο κουφάρι του, όσο ο διάσημος ποιητής σύζυγός της προσπαθεί να ξεπεράσει το καλλιτεχνικό του εμπόδιο και να ξαναγράψει. Οι δυο τους ζουν ευτυχισμένοι (όμως με μια αδιόρατη σκιά πάνω τους) στο άδειο απομακρυσμένο σπίτι, μέχρι την στιγμή που ένα βράδυ θα χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας. Κι εκεί αρχίζουν όλα να πηγαίνουν στραβά.

Ενας ξένος θα ζητήσει φιλοξενία κι ο ποιητής θα την προσφέρει με χαρά παρά τις δικαιολογημένες αντιρρήσεις τις συζύγου του και στη συνέχεια, η γυναίκα του ξένου θα έρθει να μείνει μαζί τους επίσης. Οταν οι δυο γιοί τους θα εισβάλουν στο σπίτι, μια τραγωδία και οι απρόβλεπτες συνέπειες της, θα φέρουν το ζευγάρι στο χείλος της διάλυσης αλλά τελικά θα δώσουν στην σχέση τους το φιλί της ζωής και την υπόσχεση μιας καινούριας ευκαιρίας, αφού η γυναίκα του ποιητή θα μείνει έγκυος.

Ομως φυσικά, σε μια ταινία όπου οι σταγόνες αίμα δεν στεγνώνουν στο πάτωμα, παράξενοι ήχοι τρίζουν απειλητικά στους διαδρόμους και το υπόγειο κρύβει ένα μυστικό δωμάτιο, η ηρεμία δεν μπορεί παρά να είναι παροδική και το κρεσέντο του φιλμ θα έρθει με μια κορύφωση που θα δώσει στον Αρονόφσκι την ευκαιρία να χτίσει μια παροξυσμική σεκάνς παράνοιας, βίας, ηδονισμού και τρέλας που θυμίζει τους εφιαλτικούς κόσμους του Ιερώνυμου Μπος, ή τους Μαύρους Πίνακες του Γκόγια και την οποία πραγματικά δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις για το εύρος και την φιλοδοξία της, μα που μοιάζει δύσκολο –ακόμη κι αν οι προθέσεις του Αρονόφκσι είναι σαφείς- να την διαβάσεις ως μια παραβολή για κάτι βαθύτερο.

Κι αυτό είναι και το πιο ουσιαστικό πρόβλημα της ταινίας, η δυσκολία της να συγχρονίσει τις προθέσεις της στην φόρμα και στις ιδέες της, κάνοντας τον συνδυασμό τους, να μοιάζει τελικά μάλλον αθέλητα αστείος, παρά υπαρξιακά σκοτεινός. Και αυτή η αμηχανία αντανακλάται και στις ερμηνείες των ηθοποιών με την Τζένιφερ Λόρενς να νιώθει τον αληθινό τρόμο όταν βλέπει τους απρόσκλητους επισκέπτες να αφήνουν την κουζίνα ένα χάλι αφού έχουν φτιάξει λεμονάδα και τον Χαβιέ Μπαρδέμ να έχει διαβάσει κάτι σαν το «Πως να Υποδυθείτε Εναν Σατανικά Μεταφυσικό Ηρωα, για Αρχάριους».

Εν τούτοις και παρά αυτό το εξαιρετικά ουσιώδες (σχεδόν αξεπέραστο) πρόβλημα, το «mother!» είναι μια ταινία που μπορείς να απολαύσεις αν αφήσεις στην άκρη κάθε προσπάθεια να αναλύσεις τις ατάκτως εριμμένες ιδέες του για την αδιέξοδη φύση των σχέσεων, την εμμονική ανάγκη για δημιουργία, το φλερτ μας με την αυτοκαταστροφή και το κακό που ο άνθρωπος εμπεριέχει. Εκτός κι αν είσαι η Τζένιφερ Λόρενς βεβαίως –η οποία μάλλον θα έπρεπε να σκεφτεί δυο φορές την σχέση της με τον Αρονόφσκι μετά από αυτό το φιλμ- αλλά όλοι οι υπόλοιποι μπορεί να είστε ήσυχοι.

Διότι το «mother!» ακόμη κι αν προβάλλει σαν κάτι πολύ πιο ανησυχητικό και πλούσιο δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ταινία που θα απολαύσεις καλύτερα με ποπ κορν.