Ο Αδάμ και η Εύα είναι δύο ακόμα ερωτευμένα μεταξύ τους βαμπίρ. Συμπορεύονται εδώ και αιώνες, αλλά μπορούν να ζουν και χωριστά – εκείνος έχει καταφύγει στο μισοπεθαμένο βιομηχανικό Ντιτρόιτ όπου συνθέτει την μουσική του εμπνευσμένος από το vibe της τοπικής σκηνής, εκείνη στην μυστικιστική Ταγγέρη όπου συζητά για τέχνη με τον γέροντα βρικόλακα Κρίστοφερ Μάρλοου, τον ανώνυμο που έγραψε στην πραγματικότητα τα έργα του Σαίξπηρ.

Η Εύα καταφέρνει να εκσυγχρονίζεται με την κάθε εποχή, να προσαρμόζεται και να εκτιμά την τεχνολογία, να ζει την κάθε νύχτα γαλήνια, συμφιλιωμένη με τις αλλαγές. Ο Αδάμ είναι καλλιτέχνης, πιο ευαίσθητος, ιδιοσυγκρασιακός, τον πληγώνει η ανεξέλεγκτη βία των πραγματικών ζόμπι (δηλαδή των ανθρώπων). Οι ίδιοι, αν και βαμπίρ, δεν αιματοκυλούν τον κόσμο γύρω τους (άλλωστε αυτό θα ήταν «τόσο μπανάλ και 15ου αιώνα»). Ζουν μοναχικά, προμηθεύονται αίμα από νοσοκομεία και μεσάζοντες, σέβονται τη φύση κι όλα τα πλάσματα που την κατοικούν.

Οταν η κατάθλιψη του Αδάμ (έχει παραγγείλει μία ξύλινη σφαίρα για να βάλει τέλος στην αέναη ύπαρξή του) γίνει αντιληπτή από την Εύα, κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι για να τον βρει. Οσο είναι εκεί, η αγάπη της, η αισιοδοξία και το χιούμορ της θα ισορροπήσουν τον σύντροφό της, αλλά τους περιμένει μία έκπληξη: η μικρή της αδελφή, ένα άγριο νιάτο που εδώ και αιώνες αναστατώνει τις ζωές τους θα εμφανιστεί στο κατώφλι τους για να το κάνει άλλη μία φορά.

Ο Τζιμ Τζάρμους πατάει εξαιρετικά πάνω στην vampire genre μόδα, πλάθοντας δύο ακαταμάχητα γοητευτικά βαμπίρ (η Τίλντα Σουίντον και ο Τομ Χίντλστον είναι έτσι κι αλλιώς αιθέρια εξωτικοί, αλλά στην ταινία ξεπερνούν τους εαυτούς τους), κινηματογραφώντας με υγρά νωχελικά τράβελινγκ τις κινήσεις τους, χτίζοντας απόκοσμη ατμόσφαιρα (ο Γιόρικ Λε Σο υπογράφει την υπέροχη φωτογραφία) με τις νυχτερινές περιηγήσεις τους στις λεωφόρους με τα εγκαταλειμένα εργοστάσια-κουφάρια του Ντιτρόιτ ή αποτυπώνοντας τα γυμνά τους σώματα να κοιμούνται τις μέρες, σε αγκαλιές που σταματούν το χρόνο: μοιάζουν με δύο γλυπτά που αγνοούν τους ανθρώπους που τρέχουν τριγύρω τους να προλάβουν τις σαχλές τους καθημερινότητες.

Κι αυτό γιατί ο Τζάρμους δεν έχει φυσικά σκοπό να μας τρομάξει με ένα τυπικό horror movie. Η ιδέα του είναι ευφυής και αλληγορική. Οι δύο μποέμ εραστές επιβιώνουν μέσα από τον έρωτά τους και την δική τους επικοινωνία σ' έναν αλοτριωμένο κόσμο που απαξιώνει τους καλλιτέχνες, έχει σταματήσει να ακούει, να κοιτάζει, να εκτιμά. Ο μουσικός κι ερασιτέχνης εφευρέτης Αδάμ (το alter ego του Τζάρμους) ο οποίος θεωρεί επίσης καλλιτέχνες τον Δαρβίνο, τον Γαλιλαίο, τον Τέσλα, είναι δεμένος με το παρελθόν. Δεν το πετά, δεν το ανταλλάζει με το καινούργιο, το νέο, το χιπ. Βινύλια, βιβλία, παλιές συσκευές συνωστίζουν τα δωμάτια του σπιτιού του. Gibson, Gretsch και ακουστικές κιθάρες από το 1930 μέχρι τα 70ς είναι οι θησαυροί του. Τις χαϊδεύει, τις τιμά, τις εκτιμά. Αυτή όμως η νοσταλγία είναι που... του ρουφά τη ζωή, ή τουλάχιστον τη χαρά της.

Η Εύα είναι αυτή που φιλοσοφεί, τον ηρεμεί, μοιράζεται τη γαλήνη της και ιστορίες που τον κάνουν να σταματά να κοιτά μελαγχολικά τη γη και να σηκώνει το κεφάλι ψηλά στα αστέρια, εκεί όπου κρύβονται μύθοι, όνειρα και διαμάντια. «Ολους αυτούς τους αιώνες, ακόμα να καταλάβεις ποιο είναι το ζητούμενο: η κάθε νύχτα, η φύση, η καλοσύνη... ο χορός!»

Το ότι ο Τζάρμους αφιερώνει την ταινία στους τίτλους τέλους στη Σάρα Ντράιβερ, την επί χρόνια καλλιτέχνη σύντροφό του, είναι απλά η επιβεβαίωση όσων βλέπουμε επί ένα δίωρο στην οθόνη. Τι κι αν ο τόνος είναι ξεκάθαρα κωμικός (εξαιρετικά μακάβρια one liners και παιχνίδια με τη λέξη αίμα συνθέτουν τη σήμα κατατεθέν off beat κωμική νότα του Τζάρμους) τι κι αν το κινηματογραφικό πείραμα έχει την μασκαράτα των ταινιών τρόμου – αυτό είναι ένα ερωτικό γράμμα ενός άντρα που συνειδητοποιεί ότι ο ίδιος και η τέχνη του επέζησαν μόνο μέσα από το μοίρασμα, την συντροφικότητα.

Χαζεύοντας την Εύα και τον Αδάμ, την Τίλντα και τον Τομ, να λικνίζονται αγκαλιασμένοι στις μουσικές των 78 στροφών 50ς, 60ς και 70ς βινυλίων τους (η μουσική που κατακλύζει την ταινία είναι ένα από τα πιο μαγικά της συστατικά), δεν μπορείς παρά να φαντάζεσαι και τον Τζιμ και τη Σάρα να έχουν επιβιώσει δεκαετίες όπου αισθάνονται εξωγήινοι με τον υπόλοιπο κόσμο και σε τέλεια, συμπληρωματική αρμονία μεταξύ τους. Να ζουν άγριες και ήρεμες, νεαρές και μεσήλικες νεοϋορκέζικες νύχτες, όπου κάποιος θα πέφτει, ο άλλος θα τον σηκώνει, θα του δείχνει τα άστρα και θα χορεύουν. Γιατί μόνο οι εραστές επιβιώνουν σ' αυτό τον άθλιο κόσμο.